21.11.10

Όταν θα αχνίσει το παράθυρο.






Τελευταία φεύγουν πολλοί. Φεύγουν μαζεμένοι. Για τον ένα νοιάζομαι, για τον άλλο όχι τόσο. Κορμιά κουρασμένα, ψυχές έτοιμες και καταδεχτικές που απομακρύνονται αργά και πίσω τους αφήνουν ένα παγόβουνο που λιώνει δειλά - μοιάζει με βρύση μες το κατακαλόκαιρο που στάζει και δεν ενοχλήσε να την στρίψεις, βαριέσαι να χαλάσεις τη ραστώνη που σε χαιδεύει και σου δίνει ρώγες να φας. Και εγώ, σαν ερωτευμένος άλλωτε λυτρώνομαι και άλλωτε σαν ιππότης ανεβαίνω στο άλογο και διασχίζω τη λεωφόρο με το τσιμέντο μήπως και πετύχω κάποιον από αυτούς. Ο αναπτήρας έχει πάψει. Σβήνει. Η κατσαρόλα καίγεται αφυδατωμένη στο γκάζι και μαζί της αυτή η πόλη με τις σόμπες που άναψαν και τα ριάλιτι που δαμάζουν τα μηχανάκια της εποχής ψάχνοντας το επόμενο τους θύμα - την επόμενη βασίλισσα που θα καβαλήσει το κύμα και θα γίνει το κορίτσι εκείνο που θα φοράει το ανιαρό μπεζ και ένα κόσμημα του ήλιου στο λαιμό. Η ρακέτα του τένις έχει γίνει κιθάρα. Η γειτόνισσα ακούει "Τι να σου κάνει μια καρδιά;" και τραγουδάει φωναχτά. Η Ευτυχία θα καταριέται στον τάφο της και θα βρίζει την "πουτάνα τη ζωή". Τόσοι αρραβωνιάρηδες του τραγουδιού και τελικά κανένας εραστης, ε Ευτυχία μου; Όλοι αφήνουν από κάτι και φεύγουν, απροσδιόριστοι, και αλλάζουν ταχύτητες - το μόνο που μένει είναι η μυρωδιά από την "Ambre", το γλυκό εσπρέσσο στο μπαλκόνι εκεί στον Άγιο, τα πετραδάκια που δεν έφτασαν ποτέ με το ταχυδρομείο, ο αναπτήρας με διαφημιστικό κρεοπωλείου και κάτι χαμόγελα που ραγίζουν σαν ποτήρια σαμπάνιας στο μάρμαρο. Ανθρώπων ίχνη.

Άφοβα, όπως κάθε άλλο φθινόπωρο που φυσάει και τα φύλλα βάφονται ένα ατημέλητο πορτοκαλί, όλοι αυτοί κουβαλάνε το μάλλινο πουλόβερ και στραβοπατάνε μεσ´την εποχή μας-έτσι μου φαίνεται τουλάχιστον - και κοντοστέκονται στα καφενεία και τις μπυραρίες, με θράσος, για να ξεφορτωθούν λίγη από τη νεφθαλίνη που κούρνιασε μέσα στα εμπριμέ υφασμάτινα σακουλάκια. Ο καθένας τους έχει από μια κρυφή επιθυμία που παραμένει αμέτοχη στο χρόνο και αναλοίωτη στα πειράγματα του, διεκδικώντας τον τίτλο του ποθητού. Στις λεωφόρους κοιτάνε μέσα από τις βιτρίνες, μυρίζουν τα κουλούρια με σταφίδες παίζουν με τα μικρά στο δρόμο με το γιασεμί και προσεύχονται για μια δεύτερη ευκαιρία. Οι δεύτερες ευκαιρίες όμως έχουν φύγει για διακοπές, είναι ξεχασμένες κάπου σ'ένα ράφι και μαζεύουν σκόνη - κάποτε ήταν κορίτσια με μακριά μαλλιά που ερωτεύτηκαν το ίδιο αγόρι. Στον Ευέλθων λένε άρεσε το κρέας, στον Λουκά το ποτό και οι γυναίκες και στο αγέννητο παιδάκι της Αγγελικής ίσως να άρεσαν τα μεγάλα αρκούδια με γούνα και κουμπιά για μάτια. Σε άλλους αρέσουν οι Κυριακές, εκείνα τα ροζ απογεύματα που εγκυμονούν πράξεις φυγής και παίζουν πιάνο με τους δείκτες του ρολογιού - μάλλον αποφάγια του οικογενειακού παρελθόντος - εκείνες οι Κυριακές ξεφυτρώνουν οταν ο κάθε χρόνος περνάει και πληρώνει τα διόδια στις εθνικές οδούς και κανείς δεν τον ρωτάει "γιατί". Παλιές φωτογραφίες τους, κάποτε κίτρινες, άλλωτε ψηφιακές, δικές μου και άλλων - σαν εκστατικό ντοκουμέντο μίας ζωής που κρύβει τα προφανή και μνημονεύει τα επιούσια - θυμάμαι τον Αντώνη που χαζολογούσε αμέριμνα με εφηβική διάθεση, τον Κρίτωνα με τις πεποιθήσεις του να χορεύουν break-dance πάνω απο το κεφάλι του, ένα χολυγουντιανό έρωτα δια χειρός ανθρώπων σ'ένα νησί με λέπρα, το ταξίδι της λαγνείας στον Καναδά με τις αναμόνες στα μεγάλα χωλ - θαρρώ πως ξεχάστηκαν αυτές οι αδιάβροχες ομοιόμορφες φωνές. Ή μήπως πέθαναν και δεν το πήρα χαμπάρι; Θαρρώ πως ότι πεθαίνει είναι καλό να μένει αναλλοίωτο και να βασίζεται σε ένα παραμύθι με κασεροκούλουρο και διπλό εσπρέσσο. Ας το θυμόμαστε κάθε τόσο σαν μια μικρή γιορτή Αγίου, ας μην το ξεχάσουμε ποτέ. Κάτι τέτοιες μέρες με γιορτή μπαίνει το φως από το παράθυρο και είναι εχθρός. Φωτίζει το τσαλάκωμα της ευχής και είναι φόβος, τονίζει τον αέρα που φυσάει τα εισιτήρια πρώτης θέσης για αγώνες οι οποίοι έχουν χαθεί - ένα απογευματινό παιχνίδι πόκας μεταξύ μίας θαραλλέας στιχουργού και ενός άπλυτου ζητιάνου του 18ου που καπνίζουν σαν φουγάρα του Μαντσεστερ. Ο καπνός από τα τσιγάρα τους είναι πυκνός και ανεβαίνει σανς ρετούρ, δεν δηλώνει τίποτα στο τελωνείο και παρασέρνει μαζί του άτακτες σκέψεις, ανέκδοτα μυθιστορήματα ενός ρομάντζου που δεν ήταν ποτέ, μιας οικογενειακής τραγωδίας που πότισε τα παιδιά με μίσος, ενός βιασμού που μοσχοβολούσε ιδρώτα και αλκοόλ - συναγωνίζεται η ουσία με το αποτέλεσμα και αφήνει πίσω κάτι άγουρο. Είναι για να ξαφνιάζεται κανείς, μυρίζει λιβάνι, γύρω οι θείες κλαίνε και τα κάτασπρα παρεκκλήσια με τα παράθυρα τους να κοιτάνε στον ουρανό σαν κόρες που ποθούν τον Νέο για θα φέρει την άνοιξη στα σκαλιά τους δεν είναι τίποτα άλλο από μια Μεσογειακή εικόνα του αντίθετου της ζωής. Μια Ζωή φοβάμαι το Θάνατο.

Και σαν παρεξηγησιάρης πιτσιρικάς κρύβομαι εδώ και καιρό από Αυτόν. Είναι μπροστά μου αλλά δεν τον κοιτάζω. Τα μάτια στάζουν σαν κίτρινες λαμπάδες ανήμερα του Επιταφίου και το στόμα μου είναι στεγνό - είδα που λες το όνειρο εκείνο και πάλι έπαιζα εναν ρόλο άγνωστο, ξεχασμένο, σβησμένο. Μου πήρε λίγη ώρα να θυμηθώ τα σκαλοπάτια προς το σπίτι με τις σβησμένες λάμπες πετρελαίου, βλέπω μπροστά μου Εκείνον να παζαρεύει με τα παληκάρια στο χωράφι με τις λεβάντες και απορώ, πως άραγε προσθέτω το βαρος μου σ'αυτη τη γιορτή; Ένα βάρος που με παιδεύει λες και το τέλος θα ειναι γλυκό, χάνομαι στις θύμησες του βασιλικού και της φωτογραφίας σου, την βλέπω κουκίδα-κουκίδα να ζωντανεύει μπροστά μου και φοβάμαι. Φοβάμαι πως χωρίς εσένα δεν είμαι. Φοβάμαι πως χωρίς εσένα ο Απόλλωνας και το φεγγάρι που τον λούζει είναι ενα εξώφυλλο Κυριακάτικης φυλλάδας που πετάς το απόγευμα. Δίχως τα ματια σου βαριέμαι τούτη την ικανότητα μου να αγαπήσω και κάθομαι στην άκρη της καρέκλας και σε παρατηρώ μονάχος. Φύγατε και ξύπνησα να πιούμε καφέ, χωρίς κανείς να μου πει πως έτσι τελειωνουν ολα, πως η πριγκήπισσα κοιμάται για πάντα και ο βάτραχος πηδάει απο νούφαρο σε νούφαρο. Κάθομαι σε ενα παγκάκι και ξημερώνει - θαρρώ πως κρυώνω - και ταΐζω τα πουλιά πατατάκια και περιμένω να φέρεις το παγωτό, ήρθαμε για μια μπάλα αλλα ξεχαστήκαμε. Σε φοβάμαι. Έφυγαν όλοι, εραστές και πληγωμένοι, κοιταχτήκαμε μία τελευταία φορά και ως βιαστικοί σκοπευτές βάλαμε μπρος, σαν κίνησαν τα καράβια γύρω μας ετσι και εμείς πατήσαμε το κουμπί για εκτόξευση. Τους πήρες, έφυγαν, μια σακούλα τρύπια και ένα δοχείο από φαστφουντάδικο είναι αυτά που μένουν και είναι μία ένδειξη του χρόνου αυτό το απαίσιο κρύο. Και πάλι σε φοβάμαι, δίχως λόγο, ως αύριο θα σε έχω ξεχάσει αλλά μου στεριώνει ο φόβος στο παρόν και ειναι πραγματικότητα. Μέχρι να σβήσω το τσιγάρο μου έχεις φύγει, για τελευταία φορα, φύγε και μην ξαναγυρίσεις - έλα μόνο όταν θα είναι σωστό και άσε με να μυρίσω και εγώ το καλαμπόκι. Γεύομαι την ησυχία του φιλιού σου και τα λόγια αυτά τα δροσερά έρχονται να με βρουν σαν γιορτινές μπάλες μιας κεντήστρας που στολίζει για πρώτη φορά και πετάει όλα όσα έχουν ξεθωριάσει, εκείνα που οι ζωντανοί λένε ζωή όσο ζούν.

Γι'αυτό αύριο, σαν ξυπνήσω, σαν πλύνω το πρόσωπο θα βάλω τις καρέκλες σε μια σειρά και θα παρακολουθήσω το έργο ξανά - θα ανοίξω και μια πορτοκαλάδα και θα δω το θέατρο που κτίζαμε μέχρι τώρα. Είναι όλα μπροστά μας, αδίστακτα, αμετάκλητα, παραδοσιακές φορεσιές που θέλουν σίδερο, παληκάρια της Κρήτης που μυρίζουν τσιμέντο και γη - είναι αληθινές ιστορίες του κόσμου όλου - φαίνονται από το φεγγάρι το γεμάτο και εξατμίζονται σαν άγγελοι Κυρίου. Αύριο, θα βγω στον κόσμο και θα τον αντίκρυσω με συγκίνηση, είναι όλα ρόδινα και χρυσά, κρεμασμένοι οι πολυέλαιοι της πόλης στα φανάρια εποπτεύουν την κάθε μας κίνηση μέχρι να ξεχαστούμε σταδιακά, εκεί μας ρίχνουν και ένα χαστούκι και νιώθουμε ένα πρόσωπο μπροστά στο δικό μας, η αναπνοή του πολύ κοντά, λόγια αναγκαία. Ας είναι...