30.6.07

here comes the rain...


Ξυπνησα με ματια πρησμενα, σχεδον κολλημενα. Ανοιξα με κοπο τα παραθυρα και αναμενοντας να εισπνευσω τον καθαρο αερα αντιμετωπισα τη θυελλα. Ενας κυκεωνας σκεψεων και αντιδραστικων στοιχειων, ολα αποτελεσμα της πλασματικης πραγματικοτητας του ονειρου μου. Εξω φυσουσε, μαινοτανε ο παππους θυμωμενος αλλα και απομακρος. Κατι μου θυμιζει, κατι μου μυριζει. Στις 4 η ωρα το πρωι ποτιζα το δυοσμο μου στο μπαλκονι - Θεε και Κυριε, εχει γινει ενας δρακος. Μεγαλωσε, εγινε ψηλος σαν "κυπαρισσι". Η γευση παραλληλη με την οψη - το θεαμα καταπραυντικο. Διπλα καμαρωνει τωρα πια το δεντρολιβανο του Π. Στητο και με στομφο φωναζει για κοτοπουλακι στο φουρνο με πατατουλες και λιωμενο βουτυρο - μια επεμβαση στον εσωτερικο χωρο του πουλιου, μια εισβολη απο θυμαρι και δεντρολιβανο στα privates του. Η γευση του καφε με προκαλει και με προσκαλει σε μονοπατια της πολης που περπατησαμε μαζι. Ενα τηλεφωνο μακρια πεφτει η φωνη σου - μουσικη και γαληνη. Δεν μπορεις. Αφηνω τις σκεψεις μου στο σπιτι να αναρωτιουνται που παω και οδευω προς downtown. Ειναι η μερα για βολτες, αγορες και προσωπικο χωρο - δικο μου χρονο.

Εξω, ο πινακας κυμαινεται απο ανεμελο Van Gogh που εξυμνειει τη φυση, σε αυστηρο Pollock που δινει γραμμη στη σοβαροτητα αλλα και χαος. Ο κοσμος λιγοστος, πολλοι εχουν φυγει απο την πολη εγκαταλειποντας για λιγο τις σκεψεις τους και οι αλλοι ριχνουν υπνους μετα το χθεσινο πανηγυρι. Μια κυρια στο δρομο, διπλα μου, φοραει μια ρομπα με εντονα floral μοτιβα και κουβαλαει σαν καμηλα τα ψωνια της βδομαδας - εχει την καμπουρα της καμηλας αλλα και την αντοχη της απ'οτι βλεπω. Ειναι στα 60 κοντα, ρυτιδιασμενη και αφυδατωμενη (κουρασμενη απο το περασμα του χρονου - φαινεται πολυ η ταλαιπωρια στα ματια της) δειχνει να εχει αφεθει τελειως στο χρονο και στο πονο-σωμα της. Ξαφνου, πεφτουν μεγαλες σταγονες βροχης απο τον ουρανο και η κυρια floral αναγκαζεται να αφησει για λιγο το βαρος που κουβαλα (τις σακουλες) και να ψαξει για την ομπρελλα της. Αν ητανε πινακας ζωγραφικης θα ητανε το κοριτσι με το σκουλαρικι (στο δικο μου κοσμο) και οι εργατριες που σκυβουν στα χωραφια (στο δικο της). Την αφηνω και τρεχω σ'ενα υποστεγο - βρεχει καταρρακτωδως και η βροχη παραειναι λυτρωτικη.

Στο λεωφορειο σκεφτομαι το μαλλινο πουλοβερ το βρεγμενο. Οχι αυτο που φοραμε ενιοτε, αυτο που αισθανομαστε συχνα. Το εχω ταυτισει με συναισθημα, με σκεψεις που βαραινουν και που φορτωνουν το νου. Εχει την αισθηση του βρεγμενου μαλλινου που ειναι τοσο βαρυ και τοσο δυσφορο που σε αναγκαζει να το βγαλεις κι'ας εκτεθεις στο κρυο. Η βροχη το κανει πιο μεγαλο, εισχωρουν οι σταγονες αναμεσα στις ινες του σαν μικροι εισβολεις με θρασος δυσαναλογο με το μποι τους. Ανοιγουν πορτες και παραθυρα και ενοχλουν τους ανεμελους κατοικους τις Πουλοβερουπολης, κανουν φασαρια και τραβανε καθε ινα, μακραινοντας την, διπλασιαζοντας την σχεδον σε μηκος. Ειναι ενα συναισθημα το οποιο εχω οπτικοποιησει με αυτο το πουλοβερ καθως περνανε τα χρονια - αυτο το feeling που λεμε "με βαραινει". Κι'ολα αυτα λογω βροχης. Μπορα ειναι, θα περασει?

Αισθανομαι οτι εχω φταιξει, οτι εχω κανει κατι κακο. Ισως να ειναι αληθεια, ισως επρεπε να το χειριστω αλλιως. Ελα που η ανασφαλεια εισβαλλει μερικες φορες και αναστατωνει. Ελα που με αγχωνει η συνεχεια - το αυριο χωρις αυτη την πολυποθητη αλλαγη. Η οικονομικη αλλαγη αλλα και η ασφαλεια, το ενα φερνει τ'αλλο και τα δυο τη γαληνη. Δεν πειραζει, εχει γινει μια αρχη και ειναι καλο μου λενε πολλοι. Χαιρομαι που εχει γινει μια αρχη - ζησε το τωρα και μην μελαγχολεις για το μελλον. Το ηθελα πολυ ομως, μου πηρε καποιες μερες να το αποφασισω αλλα τοτε, εκεινη την Κυριακη, ειχα αποφασισει πως ηθελα να το κανω. Να προχωρησω, να το αλλαξω το πουλοβερ και να βαλω ενα t-shirt. Ειναι ενα μπλε t-shirt με ενα ροζ ταρανδο - με δροσιζει και θελω να αντικαταστησω το μαλλινο με το βαμβακερο. Να βαλω σαγιοναρες και να περπατησω στην αμμουδια, να τις βγαλω και να αφησω την αμμο να αγκαλιασει τα δακτυλα μου, να τα γλειψει με την αλμυρα της και να κανει ερωτα με τις πατουσες μου. Θυμησες απο εκεινο το βραδυ.

Εφτασα στον προορισμο μου, ειχα καιρο να δω την πολη - χωρις τα ματια σου, μου ελειψαν πολυ. Ενας κυριος με ρωταει για μια διευθυνση, μια πορτα αγνωστη στην μεση της πολης. Αγοραζω νερο και περιοδικα, κατευθυνομαι προς ενα βιβλιοπωλειο και κλεινω πισω μου την πορτα στη βαβουρα. Θα χαθω για λιγο, εδω στον χαρτινο κοσμο του παραμυθιου και μετα θα πιω καφε. Θα κλεισω την πορτα πισω μου και θα περιμενω να περασει η μπορα. Ο ουρανος θα γινει πιο γαλανος.

Σε φιλω

27.6.07

Less travelled


I shall be telling this with a sigh
Somewhere ages and ages hence:
Two roads diverged in a wood, and I --
I took the one less traveled by,
And that has made all the difference.

Robert Frost

12.6.07

Κελυ και Βικτορ


"... Ακριβως. Ακριβως αυτο λεω Βικτορ, ολα ειναι υπερβολη, ολα αυτα τα σκατα, τα πραγματα που σε κανουν να νιωθεις ετσι. Αυτο ειναι η υπερβολη και ο κοσμος βριθει απ'αυτην, αγορι μου. Κι'αν μπορεις να βρεις ενα πραγμα που μπορει να σε κανει να νιωθεις λιγο καλυτερα για ολα αυτα, τοτε θα πρεπει να κολλησεις σ'αυτο το πραγμα ακομη κι'αν ειναι τρομακτικο ή ακομη και αν σε κανει να, ξερεις, να γαμιεσαι απο το φοβο, γιατι το φοβασαι απλως επειδη ειναι καινουργιο, επειδη ποτε σου δεν ξαναζησες κατι παρομοιο. Κι'αν του δωσεις λιγο χρονο, θα γινει, θα μετατραπει απο τρομακτικο σε κατι που θα αναρωτιεσαι πως στο διαολο μπορουσες να ζησεις χωρις να το εχεις. Δωσε του χρονο λοιπον. 'Η μεινε εκει μεχρι να παψει να'ναι τρομακτικο και να γινει κατι αλλο και μετα βλεπεις τι κανεις. Δωσ'του χρονο δηλαδη..."
Κελυ και Βικτορ
Niall Griffiths
Μεταφραση: Γρηγορης Κονδυλης
Εκδοσεις: Οξυ


Στην περιεργοτερη των περιστασεων μπαινω στο λεωφορειο ο ποθος και κατευθυνομαι προς το σπιτι των λουλουδιων. Εκει που τα ματια σβηνουν και το κινητο αδημονει ανοιγω το βιβλιο και προσπαθω να διωξω τα φαντασματα. Φαντασματα οπερας, σκηνης και ισογειων. ρετιρε και ενοικιαζομενα εχουν γινει ενα, προσπαθουν να ρουφηξουν την τελευταια μου δοση χαρας αλλα εγω αντιστεκομαι, αρνιεμαι. Μυριζει το γιασεμι, το λιβανι και ολα τα μυρωδικα της ανατολης. Ανοιγω το βιβλιο και διαβαζω την πιο πανω κατασταση. Μα γιατι τοσα παιχνιδια η ζωη? Γιατι να πρεπει να το εχω διαβασει τωρα αυτο? Ειναι κατι μεταξυ υπνου και ξυπνιου, μεταξυ της αλμυρας της ζωης και το δακρυ του χαμου - αλμυρο και αυτο σαν λαδοκολλα με φρεσκοτηγανισμενα ψαρια. Νιωθω οτι χανω, οτι κερδισα και οτι γελαει μαζι μου καποιος. Αδυνατον - δεν υπαρχει αυτη η ρηση σε βιβλιο που θυμιζει εμενα, εσενα και ολους μας. Ενα τρελο πανηγυρι συγκαιριων, ευθυνης και ομορφιας της στιγμης οπου η τρελλα του αυριο γαληνευει το σημερα και το ανυπομονο μελλον φερνει αλμυρα στο βλεμμα. Αλμυρα θαλασσας, αυτη που γευτηκα το σαββατοκυριακο εκεινο, εκεινο που δεν θα ερθει ποτε. Εκεινο το σαββατοκυριακο του Αυγουστου που θα αφηναμε στο φουρνο το φαγητο και θα κατηφοριζαμε προς την πλαζ. Εσυ κρατας εφημεριδες και νερο. Εγω περιστρεφομαι γυρω απ'το ονειρο και κουβαλαω μολυβια και χαρτι. Χαρτι απο τσιγαροκουτια, λαδοκολλες, ισως ενα χαρτινο τραπεζομαντηλο απο μια ξεχασμενη ταβερνουλα καπου στην Αμοργο. Το σπιτι των ονειρων μου, τωρα πια θυμιζει παρελθον. Εσυ μου το ζωγραφισες σε εκεινα τα πρωτα μαθηματα ζωγραφικης που μου παρεδωσες. Η αρχαιοτητα κανει παρτυ με το αυριο και το θηριο του αγωνιστη (κι'ας ειναι χαμενος) παραδιδει ρεσιταλ ομορφιας και γαληνης. Καπου στη σκια ακουγεται ελαφρως το νερακι που κυλαει, ενας κηπος σε μια ταρατσα, δικη μας οσο και να'ναι. Ειναι ομορφα τα πρωινα με τον καφε, τα βοτανα μυριζουν στην κουζινα κι'ας σου τα δωσα για να μη με ξεχασεις. Οι εικονες πολλες, ο καναπες δεν χωραει στο σαλονι, τι κανει αλλωστε ο ανθρωπος με δυο καναπεδες και δυο κρεβατια? Θυμιζει καταλογο γνωστης Σουηδικης εταιριας επιπλων. Οχι, οχι! Ειναι ονειρο και μονο στις φυλλαδες γινονται αυτα. Πεφτουν οι κουρτινες και τα στορια. Αποκαλυπτουν την ασχημια και το σκοταδι πηζει μεσα μου σαν τσιμεντο. Σκληραινει και γινεται βραχος. Ξαφνικα μαραινονται τα μυρωδικα, αλλαζει πνοη ο ανεμος και ταραζει τα νερα που μεχρι τωρα γαληνεμενα γαργαλουσαν το λαιμο μας. Σβηνεις το φως απο το μπαλκονι και πετας της ελπιδες της κουζινας, παει το σερβιτσιο και οι συνταγες. Αναμεσα στη μαχη του "ζησε" και του "πρεπει" πληγωνεις το ονειρο του μαχητη. Δεν φταις, σ'αγαπαω. Σε λατρευω.

Κλεινω το βιβλιο και τον καταλογο μαζι. Ηθελα να στο δωσω με τα μικρα post-its που ειχα σημαδεψει τη χαρα, το μελλον, τη ζωη μας. Ειναι ενας καταλογος με χρωμα, δικος μας, ολοδικος μας. Ελεγα να βαζαμε και ελια καπου στη γωνια. Το σκεφτηκες και εσυ μου ειπες. Το σπιτι μας. Τα τελευταια λογια ενος ερωτα? Η αυγη εσβησε απο το ματι μου και εγυρα να ξαποστασω. Δροσια θελω απο πλατανο και αρωμα απο λεβαντα. Δωσε μου φως. Απλετο φως.

5.6.07

Το γιατι.

Ξαπλωσα στη μερια του κρεβατιου που εγυρες το κορμι σου τις προαλλες. Το αρωμα σου δεν ηταν εκει και το στομαχι μου αδειασε. Ο λαβωμενος αγγελος περιμενει να κοιμηθει και παλι.

Μη με ξεχασεις papillion...

1.6.07

Ο μονολογος του πριγκηπα


Μονολογος ενος συλλεκτη αναμνησεων. Ενα κειμενο που δεν θελησα να γραψω αλλα τις σκεψεις ποιος τις κουμανταρει; Αναμεσα σε φυλλα πρασινα και αμμουδιες καταξανθες, εγινα ενα με την αναμνηση της στιγμης και σκεφτηκα το αυριο. Μακρυα και διπλα συναμα, εισαι εκει και μυριζω το χθες. Μου μιλαει ο ανθρωπος και ακουω ηχους και σιωπη, γινομαι ενα φωτογραφικο καλενταρι και καταγραφω τα παντα - εικονα, ηχος, αρωμα και γοητεια. Ομορφια και ελλειψη αναμεσα σε πυκνες γαρυφαλιες που εχουν φυτευτει και μεγαλωσει. Απλωνω το χερι, κραταω το κινητο και σε βλεπω ξανα και ξανα, εχεις το χαμογελο του αγγελου, αυτου που θα με προσεχει μια ζωη. Κανε μου μια χαρη - παρε ενα σημειωματαριο και κατεγραψε τις σκεψεις σου - τις αδυναμιες σου. Εγω το κανω για σενα, για μας. Υπαρχει αυτο; Παιζει κατι τετοιο ή γινομαι γραφικος; Μην με αφησεις να το μαθω μονος μου, δειξε μου το δρομο και κρατησε μου το φαναρακι. Απαγορευτικο ειναι σχεδον, ενοχο και αλυπητα βαναυσο αλλα με μαθαινεις πραγματα και μ'αρεσει να μεγαλωνω. Καποιος σημερα μου ειπε οτι το αξιζω και εγω, ο καθενας μας αξιζει την αγαπη. Ελπιζω το αυριο να ξημερωσε γαλανο, φωτεινο και πανεμορφο σαν τα ματια σου. Διαβαζω σημερα αποσπασματικα καποια μηνυματα, βουρκωνω και αναμενω. Ζω. Ηρθε αισιως και με τυλιξε μια παραλια, με την ολοξανθη αμμουδια και το λαμπυριζοντα οριζοντα της. Στρασακια και πυγολαμπιδες, η ομορφια του κοσμου τυλιγμενη σε ενα χαμογελο, ενα βλεμμα. Θεε μου, μονολογω. Ευτυχως, με Ε κεφαλαιο το ακους και εσυ.

Υπερβολη αναμεσα στην αυλη των βασιλιαδων που εχουν πεθανει και του πριγκηπα που θα βασιλευσει. Εισαι χαμογελαστος και δειχνεις γεματος - ελπιζω πως θα επιστρεψεις και με δεις καθαρα, αληθινα. Επιτελους, τελειωνει αυτη η βδομαδα, γεματη ονειρα και αγωνια που ξεζουμισε το εσωτερικο και αφησε να χασκει το μυαλο. Ελα και αγκαλιασε με, κανε με να δω το ηλιοβασιλεμα, τοσα και τοσα περασαν απαρατηρητα. Κριμα να χανουμε τα ηλιοβασιλεματα, σου θυμιζει πως κατι που τελειωνει τοσο ομορφα δεν μπορει παρα μονο να ξεκινησει παλι απο την αρχη με την ιδια δυναμη και ομορφια - δεν τελειωνει τιποτα, γινεται ουσια, ενεργεια και παθος και μεταδιδεται σαν ιος. Δωσε το χαμογελο σου στα χειλη μου, ασε το ονειρο να γινει θαυμα και κρατησε με. Δουλευω μεχρι αργα και αγγιζω το στηθος, εκει που ποναει το παθος σου. Τι νυχτα Θεε μου, γεματη αστερια και Θεους του Ολυμπου, γιασεμι και καστανο μελι κανουν χορο για παρτυ μας. Χορευουν οι κορδελες και τα στεφανια, μια υπεροχη ανοιξη και ενας καταπληκτικος ουρανος μας περιμενουν. Ασε το παρελθον να γινει μελλον μας και κλεισε τα ματια, το ξερω οτι το θες και εσυ. Μιλαω με τον παππου, του λεω να σε προσεχει και να σε φερει συντομα πισω, να σε βαλει σε θρονο και να σε στεψει βασιλια. Μου! Ειμαι εδω και εισαι εκει.

Μυριζει ακομη το μπουμπουκι που εκοψα χθες, ειναι λευκο και θυμιζει εκεινο το βραδυ, το πρωτο Φιλι, το πρωτο φεγγαρι μου τρεμοπαιζε και κρατουσε τσιλιες. Αν η Madame Butterfly λουζοτανε με μπουμπουκια αμυγδαλιας, εγω βλεπω να πετανε χιλια μυρια ανθη γυρω μου και να με κλεινουν στο σωμα τους. Σκεφτηκα το ονειρο μου, χθες το βραδυ αναμεσα στη μεθη και την αγωνια ηρθες και με βρηκες. Ενα εξοχικο καπου μακρυα, κοσμος χαμογελαστος και γεματος ενεργεια τιτιβιζει γυρω μας. Ανταλλαζουμε ματιες αλλα δεν αισθανομαι τη ματια σου να με ακολουθει, να με προσεχει οπως εχω επιθυμησει. Ειναι νωρις ακομα, δεν θα πουμε κατι και αισθανομαι θλιψη. Η μητερα σου, μια γυναικα με φλογα με προσεγγιζει, καθεται διπλα μου και μου μιλαει για ενεργεια, για παθος.

"... δεν εχει σημασια με ποιον εισαι, σημασια εχει η ενεργεια τους.."

Εισαι διπλα μου και μου χαριζεις ενα φιλι στο μαγουλο, με κοιτας στα ματια και αναπνεω την ομορφια σου. Πνιγομαι και ξυπναω, ηταν ενα ομορφο ονειρο αλλα ξανακοιμαμαι. Ζησε μαζι μου το παραμυθι και κανε τον ουρανο πιο γαλανο. Ανεμελη η φυση γυρω μου, μεσα μου βραζω και κοχλαζω σαν λαβα που σε περιμενει. Η στιγμη που μας ενωνει ειναι μια κλωστη....