12.6.07

Κελυ και Βικτορ


"... Ακριβως. Ακριβως αυτο λεω Βικτορ, ολα ειναι υπερβολη, ολα αυτα τα σκατα, τα πραγματα που σε κανουν να νιωθεις ετσι. Αυτο ειναι η υπερβολη και ο κοσμος βριθει απ'αυτην, αγορι μου. Κι'αν μπορεις να βρεις ενα πραγμα που μπορει να σε κανει να νιωθεις λιγο καλυτερα για ολα αυτα, τοτε θα πρεπει να κολλησεις σ'αυτο το πραγμα ακομη κι'αν ειναι τρομακτικο ή ακομη και αν σε κανει να, ξερεις, να γαμιεσαι απο το φοβο, γιατι το φοβασαι απλως επειδη ειναι καινουργιο, επειδη ποτε σου δεν ξαναζησες κατι παρομοιο. Κι'αν του δωσεις λιγο χρονο, θα γινει, θα μετατραπει απο τρομακτικο σε κατι που θα αναρωτιεσαι πως στο διαολο μπορουσες να ζησεις χωρις να το εχεις. Δωσε του χρονο λοιπον. 'Η μεινε εκει μεχρι να παψει να'ναι τρομακτικο και να γινει κατι αλλο και μετα βλεπεις τι κανεις. Δωσ'του χρονο δηλαδη..."
Κελυ και Βικτορ
Niall Griffiths
Μεταφραση: Γρηγορης Κονδυλης
Εκδοσεις: Οξυ


Στην περιεργοτερη των περιστασεων μπαινω στο λεωφορειο ο ποθος και κατευθυνομαι προς το σπιτι των λουλουδιων. Εκει που τα ματια σβηνουν και το κινητο αδημονει ανοιγω το βιβλιο και προσπαθω να διωξω τα φαντασματα. Φαντασματα οπερας, σκηνης και ισογειων. ρετιρε και ενοικιαζομενα εχουν γινει ενα, προσπαθουν να ρουφηξουν την τελευταια μου δοση χαρας αλλα εγω αντιστεκομαι, αρνιεμαι. Μυριζει το γιασεμι, το λιβανι και ολα τα μυρωδικα της ανατολης. Ανοιγω το βιβλιο και διαβαζω την πιο πανω κατασταση. Μα γιατι τοσα παιχνιδια η ζωη? Γιατι να πρεπει να το εχω διαβασει τωρα αυτο? Ειναι κατι μεταξυ υπνου και ξυπνιου, μεταξυ της αλμυρας της ζωης και το δακρυ του χαμου - αλμυρο και αυτο σαν λαδοκολλα με φρεσκοτηγανισμενα ψαρια. Νιωθω οτι χανω, οτι κερδισα και οτι γελαει μαζι μου καποιος. Αδυνατον - δεν υπαρχει αυτη η ρηση σε βιβλιο που θυμιζει εμενα, εσενα και ολους μας. Ενα τρελο πανηγυρι συγκαιριων, ευθυνης και ομορφιας της στιγμης οπου η τρελλα του αυριο γαληνευει το σημερα και το ανυπομονο μελλον φερνει αλμυρα στο βλεμμα. Αλμυρα θαλασσας, αυτη που γευτηκα το σαββατοκυριακο εκεινο, εκεινο που δεν θα ερθει ποτε. Εκεινο το σαββατοκυριακο του Αυγουστου που θα αφηναμε στο φουρνο το φαγητο και θα κατηφοριζαμε προς την πλαζ. Εσυ κρατας εφημεριδες και νερο. Εγω περιστρεφομαι γυρω απ'το ονειρο και κουβαλαω μολυβια και χαρτι. Χαρτι απο τσιγαροκουτια, λαδοκολλες, ισως ενα χαρτινο τραπεζομαντηλο απο μια ξεχασμενη ταβερνουλα καπου στην Αμοργο. Το σπιτι των ονειρων μου, τωρα πια θυμιζει παρελθον. Εσυ μου το ζωγραφισες σε εκεινα τα πρωτα μαθηματα ζωγραφικης που μου παρεδωσες. Η αρχαιοτητα κανει παρτυ με το αυριο και το θηριο του αγωνιστη (κι'ας ειναι χαμενος) παραδιδει ρεσιταλ ομορφιας και γαληνης. Καπου στη σκια ακουγεται ελαφρως το νερακι που κυλαει, ενας κηπος σε μια ταρατσα, δικη μας οσο και να'ναι. Ειναι ομορφα τα πρωινα με τον καφε, τα βοτανα μυριζουν στην κουζινα κι'ας σου τα δωσα για να μη με ξεχασεις. Οι εικονες πολλες, ο καναπες δεν χωραει στο σαλονι, τι κανει αλλωστε ο ανθρωπος με δυο καναπεδες και δυο κρεβατια? Θυμιζει καταλογο γνωστης Σουηδικης εταιριας επιπλων. Οχι, οχι! Ειναι ονειρο και μονο στις φυλλαδες γινονται αυτα. Πεφτουν οι κουρτινες και τα στορια. Αποκαλυπτουν την ασχημια και το σκοταδι πηζει μεσα μου σαν τσιμεντο. Σκληραινει και γινεται βραχος. Ξαφνικα μαραινονται τα μυρωδικα, αλλαζει πνοη ο ανεμος και ταραζει τα νερα που μεχρι τωρα γαληνεμενα γαργαλουσαν το λαιμο μας. Σβηνεις το φως απο το μπαλκονι και πετας της ελπιδες της κουζινας, παει το σερβιτσιο και οι συνταγες. Αναμεσα στη μαχη του "ζησε" και του "πρεπει" πληγωνεις το ονειρο του μαχητη. Δεν φταις, σ'αγαπαω. Σε λατρευω.

Κλεινω το βιβλιο και τον καταλογο μαζι. Ηθελα να στο δωσω με τα μικρα post-its που ειχα σημαδεψει τη χαρα, το μελλον, τη ζωη μας. Ειναι ενας καταλογος με χρωμα, δικος μας, ολοδικος μας. Ελεγα να βαζαμε και ελια καπου στη γωνια. Το σκεφτηκες και εσυ μου ειπες. Το σπιτι μας. Τα τελευταια λογια ενος ερωτα? Η αυγη εσβησε απο το ματι μου και εγυρα να ξαποστασω. Δροσια θελω απο πλατανο και αρωμα απο λεβαντα. Δωσε μου φως. Απλετο φως.

No comments: