28.5.07

the hours


Η ανησυχια του κορμιου με ξεπεταξε, εκλεισα τα βραγχια μου και προσπαθησα να αναπνευσω με την καρδια, ειδα ενα γλαρο να πεταει απο πανω μου και ανοιγοκλεισα τα ματια στο θαμπο αλλα καυτο ηλιο. Το αερακι που κατευθυνε το βλεμμα μου, ποτε στο λιμανι με τα πλοια, ποτε στα βηματα των περαστικων και αλλωτε στα μονοπατια της καρδιας μου, με ισοπεδωσε και με εριξε στο πηγαδι της στιγμης. Ενιωσα το χερι του χρονου στον ωμο, να χαιδευει απαλα τις πληγες αλλα και να ισιωνει τις ταλαιπωρημενες πτυχες του χθες. Αναστεναξα και εριξα πισω το κορμι μου, ξαπλωσα οπως εκεινο το βραδυ και προσεξα την αλλαγη της τροπης των συννεφων αλλα και των πουλιων. Διψουσα και το στομα στεγνο και αλμυρο, πεινουσα και το στομαχι αδειο και μουδιασμενο. Στο ipod η μουσικη εξελισσεται σε crescendo και ξεσκονιζει τις υπεροχες αναμνησεις, ποτε η φωτια που τσουρουφλιζει το τσιγαρο που εχει στα χειλη του, ποτε το αρωμα του stick που ανεμιζει στο περιβαλλον μας αλλα και το ομορφο ηλιοβασιλεμα που χαμηλωνει δειλα το βλεμμα του απανω μας.

Μια νεαρη κοπελα διπλα μου, εξομολογειται τον ερωτα της, σκεφτεται το μελλον, αναλογιζεται τις πιθανοτητες της και μετριαζει το παθος της. Ειναι πιθανοτατα απο χωρα της ανατολικης ευρωπης και καθως χτενιζει τα μαλλια της προσπαθω να ξεδιαλυνω το μυστηριο - ειναι ο ερωτας για μια ζωη ή μηπως ειναι η ζωη μας για τον ερωτα? Κλεινει αισιως το κινητο και ξεκιναει να τυλιγει ενα τσιγαρο μαρτυριο, μια κλωστη στον αλλο κοσμο που στριφογυριζει νωχελικα και πλαναται με ναζι πανω απο το κεφαλι της. Αποφασιζω να την ονομασω Κατρινα, δεν ξερω γιατι αλλα μου βγαζει μια καθηγητρια μπαλετου με το μακρυ της λαιμο και το αγαλματινο κορμι που θυμιζει εντονα ανορεξικο μοντελο των Παρισιων. Δευτερολεπτα μετα σκεφτομαι τον Ν. Ειναι μακρυα και μου τον φερνει στις θυμησες το αερακι που αγκαλιασε το κορμι μου και μετεφερε το αρωμα του στα ρουθουνια μου - ειναι το μεγαλυτερο διαστημα που εχω περασει μακρυα του και ειδικα κατω απο αυτο το φεγγαρι. Ενα φεγγαρι που θυμιζει νυφη, στολισμενη αλλα αυστηρη, με υφος πονεμενο, σχεδον μεθυσμενο απο πλανη.

Το πρωι σκεφτομουνα το βλεμμα του, το δερμα στα χερια του και το παιχνιδι που κανει οταν "γκρινιαζει". Διπλα, εβαλα και τις φωτογραφιες του, σκιαγραφησα ενα τοπιο οπου κυριαρχει η ηρεμια και η ομορφια και εβαλα εμας σαν μικρες φιγουρες απο καρτ-ποσταλ. Τα χρωματα ξεθωριασμενα, σχεδον ξεπλυμμενα αλλα ζεστα, μεστα και ονειρεμενα. Ειναι το μαθημα ζωγραφικης ενας τροπος αναπαραγωγης ή ειναι η εντονη επιθυμια να τον ξαναδω, να αγγιξω με το πεπλο του κορμιου μου το δικο του και να χαιδεψω τα ματια του με την ανασα μου? Οι σκεψεις στροβιλιζονται γυρω απο το μεσημερι του Σαββατου που περασαμε μαζι, το βραδυ της Παρασκευης που πισω απο την πορτα μου η καρδια του κτυπουσε τοσο δυνατα που ακουγοτανε στον τριτο και θρυματιζε τη δικη μου με παγοκοφτη. Παιρνω τον καφε μου και βγαινω στο μπαλκονι, κοιταω απεναντι τους νεαρους που αλλαζουν καγκελα στο δευτερο και παιζουν με τα εργαλεια τους. Ο καιρος επιβαλλει κατι ποιο δροσερο, χυνω τον καφε στο νεροχυτη και αναζητω το μιξερακι, ενα κουζινικο εργαλειο που δεν χρησιμοποιηθηκε τις προαλλες. Βαζω παγο και ανακατευω με καφε και ζαχαρη, κουταλατο ετσι οπως θα το επινε και εκεινος - το ποτηρι μου θυμιζει το λαιμο του, παραπαταω σ'ενα ονειρο και αισθανομαι να τον φιλαω, ενα trance, μια ζωντανια στιγμης και επιπολαιοτητα της πραξης. Ανασαινω και μυριζω τον καφε που ειναι φρεσκοκτυπημενος και ιδρωνει στο ποτηρι μου. Θυμαμαι τις προαλλες στο κρεβατι εκεινο το διπλο, απεναντι απο τους θεους και τον αγνωστο πολεμιστη οπου το κορμι ειχε ιδρωσει και τεντωσει μεσα στα χερια του. Λυγισε ο λαιμος μου και χαθηκε στα χαδια του ενω εκεινος εχωνε βιαστικα το φιλι του παντου στο κορμι μου. Μου πεφτει η ζαχαρη και ξυπναω απο τη ζαλη του φιλιου του, γινομαι ενα με το τωρα και επιτελους συνηδειτοποιω οτι μεσημεριασε. Ο καφες ειναι διεγερτικος και με επαναφερει στο μπαλκονι οπου οι μαστορες εχουν τελειωσει με τις εργασιες και τα μπαζα κατεβαινουν μεσα στις σακουλες τους, καρεκλες, ενα παλιο τραπεζι, πομολα και απομειναρια...

Ξημερωνει μια καινουργια εβδομαδα. Αρχη του νεου μηνα επισης, καλοκαιρι που μαζι του φερει και καιρικες αλλαγες και παγωτα και βραδυα αξημερωτα στο φως της φεγγαρολουστης νυφης. Ο δυοσμος που εβαλα στο μπαλκονι θα μεγαλωσει και θα φουντωσει - θα πεταξει φυλλα δεξια και αριστερα και θα τιθασευσει τις ανασφαλεις βραδυες μου με λιγο ρουμι και μαυρη ζαχαρη. Ονειρευομαι πως θα πινουμε μαζι το ρουμι, γλυκο και ατιθασο στο ποτηρι με τη ζαχαρη να κυλαει παιχνιδιαρικα αναμεσα στον παγο και μεταξυ των φυλλων του δυοσμου θα κανει αταξιες. Βαζω κατω το ποτηρι μου με τον καφε και περπαταω σ'ολο το μπαλκονι, ξυπολητος και ανεμελος. Ειναι σαν να περπαταω σε δροσερο γρασιδι, σε καταπρασινο γκαζον με αρκετη υγρασια που γαργαλιζει τις πατουσες μου. Η πολη αδεια και ησυχη, ηρεμη και μονη, σχεδον σαν και εμενα.

"... Are you ready to jump?"

Nα μια πεταλουδα.

Ερχεται στο μυαλο μου παλι, τον αισθανομαι και χαμογελαω.

26.5.07

Λεπιδοπτερα


Η μερα ηταν γεματη παλι, γεματη αναμνησεις, καφεδες, πεταλουδες λευκες, διακοπες στο κινητο και ισκιους απο πλατανια στην οδο της σαλατερι. Περπατωντας στο δρομο της μεγαλης οδου αντιλαμβανομαι το ποσο ηρεμος ειμαι σε σχεση με χθες το βραδυ, αναπαυλα αραγε ή ενδιαμεση λυση? Θα τον δω σε λιγο, η σιωπη και το χαμογελο συναναστρεφονται με το συναισθημα, ξεπροβαλλει η επιθυμια και το παντρεμα του ποθου με την επικοινωνια μιλανε για ατελειωτα ταξιδια αναψυχης. Ταξιδια που εκανε το μυαλο μου τα ξημερωτα στην μπαλκονοπορτα εκει που περιμενα να επιστρεψει, ονειρα τα οποια σκιαγραφουν την ουσια του, το ομορφο του βλεμμα και την γοητεια του μυαλου του. Ενα γκραφιτι στο δρομο, μια συλλογη απο μηνυματα και μια ριζα πλατυφυλλο δυοσμο απο το παρτερι. Ειναι για την μυρωδια του, κανω τα παντα για την αταξια των πραγματων και θελω να διατηρηθει αυτη η μερα στην καρδια. Ειναι δυσκολη μερα και για τους δυο - θελω να πω πολλα και λεω αλλα. Ισως και αυτος το ιδιο.

Η συναντηση οπως παντα στην ωρα της, η ανταλλαγη των φιλιων φερνει τα μαγουλα κοντα, η αναπνοη μια ανασα δεντρολιβανο και λεβαντα με ταξιδευει στη χωρα των θαυματων. Ειναι θαυμασιο αυτο που μου συμβαινει και θαυμα που υπαρχει στο δρομο μου. Ο καιρος εχει ζεστανει ξαφνικα και υποφερει κατω απο το παντελονι του, ειναι τοσο ομορφος σημερα, εχει διακρισεις και πεταει παρολο που η καρδουλα του παλλεται δαιμονισμενα και το κορμι εχει σακατευτει προσφατως. Η ουσια συνανταει τη γλυκυτητα της στιγμης και αναδυεται σαν ξωτικο απο τα νηφαλια νερα της ερωτικης αυτης συναυλιας. Μιλαμε, χαμογελαμε και περπαταμε προς την Ε. Ζητησε να με γνωρισει immédiatement. Ειναι ομορφο το μονοπατι της αναζητησης, της επιλογης, της οριστικης και αμετακλητης μετουσιωσης αυτου του συναισθηματος σε αληθινο και αλανθαστο. Περναω απο οδους που δεν εχω ποτε περπατησει, διανυω μια φαση οπου με αναζητει το ομορφο και το ακολουθω σ'ενα χορο με μεταξωτες κορδελες και ηλιολουστα πρωινα. Εχω μια αισθηση οτι αυτο καπου οδηγει, κανε Θεε μου να ειναι αληθεια, να ευδοκιμησει και να δεσει σαν γλυκο, σαν μαρμελαδα φραουλας με τους γλυκεις τονους ζαχαρης, την οξυτητα του λεμονιου και το απειρο κοκκινο χρωμα. Τελικα η καφεινη μας οδηγει στο χωρο οπου συναντηθηκαμε πρωτη φορα, σ'εναν "αλλο κοσμο", σ'ενα μαγικο βραδυ οπου προσεξαμε ο ενας τον αλλο. Κατω απο τα πρασινα που μας περικλειουν, καθομαστε και αναπαυομαστε απο τη ζεστη, την υγρασια που μαστιγωνει τα προσωπα μας σε μορφη ιδρωτα και κατρακυλαει στο μετωπο. Δροσιζομαστε με ενα ποτηρι νερο και σκεφτομαι ποσο ομορφο θα ητανε αυτο το πρωινο αν ηταν ολοδικο μας, αν δεν το ειχε ραπισει το μελλον, οι αιθερες και η απουσια μιας επιλογης. Βασανιζομαι απο το διλημμα, θελω να του πιασω το χερι και να το φερω γυρω απο το λαιμο μου, να κρατησει το κεφαλι μου στα χερια του, να ακουσει τις νοτες μου να παλλονται μεσα απο το λαρυγγι μου. Τον ποθω παρολο που ειναι πολυ πρωι και νυσταζω. Θαυμα ειναι που κοιμηθηκα, θαυμα που εσβησα το τσιγαρο. Μου φαινεται πως περναμε τις ωρες μας τοσο καλα μαζι, ειναι ομορφο, ειναι ανεκτιμητο. Για ολα τα αλλα υπαρχει "γνωστη πιστωτικη". Με ξαφνιαζει παλι, με τις ιδεες του, το λογο του, τα ματια του και συνειδητοποιω ποσο θελω να συνυπαρξω.

Καποιες γουλιες καφεινη μετα μεταφερομαστε σε ποιο δροσερο κλιμα, σχεδον νεουρκεζικο φοντο με πινελιες παριζιανικες και καθομαστε να γευματισουμε. Διαβαζω τα χειλη του, σε μια φαση τα απαθανατιζω με τα ματια μου και κραταω γερα την εικονα για λιγο. Σκεφτομαι πως θα ηταν να ειμασταν εδω υπο κανονικες συνθηκες, κατω απο το φως του ηλιου και της πραγματικοτητας. Θα ημουν υπερηφανος. Θα ηθελα να τον συστησω στους φιλους μου. Να γυρισω να κοιταξω την κυρια που μας θυμιζει καποια ηθοποιο και να της δηλωσω οτι ειμαστε μαζι. Πιθανοτατα αυτη να με λοξοκοιταξει, πιθανοτατα και οχι. Ισως... Μπορει. Ελπιδα για μενα σημαινει ζω, εχω μεσα μου τη φλογα και τη ζω, ειναι κατι μεταξυ της στιγμης και του αυριο. Εκεινος αναλαμβανει το μενου, δηλωνει αρεσκειες και μου αρεσει αυτο. Θελω να τα μαθω ολα. Τον τελευταιο καιρο ειμαι σαν σφουγγαρι, θελω να τα μαθω και να τα χρησιμοποιησω. Ισως. Μπορει... Η σαλατα πλουσια και μου επαναφερει την κοσμοπολιτικη λεωφορο ενος αλλου νησιου καπου απεναντι στον Ατλαντικο. Χαιρομαι που με ταξιδευει τοσο αυτος ο ανθρωπος, ειναι το ταξιδιωτικο μου γραφειο και το εισιτηριο μου μαζι. Μου δινει την ευκαιρια και το μεσο. Το κρασακι λευκο και δροσερο, λιγο πιο γλυκο παρα ξηρο, καπως ανανεωμενο και οχι τοσο δρυινο. Ειναι ομορφες οι στιγμες αυτες και με κοιταει με την καρδια, καπως ετσι με εχει σκλαβωσει, πιστευω πως βλεπει με την καρδια χωρις να χασει το βλεμμα της πραγματικοτητας παρολο που τελευταια δεν το βλεπει ετσι ο ιδιος. Εχουμε χαθει στη στιγμη και μου προσφερει ενα μαρουλακι, ειμαστε περιτριγυρισμενοι απο κοσμο, αναμνησεις δικες μας, ολοδικες μας και να'σου και το χαμογελο. Ενα χειροκροτημα παρακαλω στον ερωτα (there I said it) και στην απειρη ομορφια που δινουμε ο ενας στον αλλο. Ειμαστε καλα. Βολταρει και ο Γ. Ειναι ενας γλυκυτατος ανθρωπος, εχει ομορφα ματια (ο δικος μου καθρεφτης της ψυχης). Ειναι φιλοι εδω και χρονια και εχουν δοκιμαστει σε διαφορα, σε πολλα εχουν πετυχει και ειναι ομορφη σχεση. Ο Γ. πιστευω με συμπαθει, ελπιζω πως με συμπαθει, νιωθω σχεδον συμμαχικα και μ'αρεσει αυτο το παραλογο παιχνιδι στο μυαλο μου. Ας ειναι καλα...

Ολοενα και λιγοστευει ο χρονος, νιωθω σαν και αυτα τα περιεργα αντικειμενα με την αμμο που ρεει και εξαφανιζει το χρονο, τα δευτερολεπτα και την ικανοποιηση που ενιωθα τις τελευταιες μερες. Γιατι αραγε να χρειαζεται ενας δευτερος ανθρωπος για να μας κανει να δουμε τη ζωη πιο ομορφη? Ειναι καποιοι κυνικοι που θα ελεγαν οτι δεν εχει να κανει με τους αλλους παρα μονο με τον Ευατο μας. Εγω τις περισσοτερες φορες διαφωνω, δεν εχει να κανει με την ομορφια του ευατου ή την ομορφια που εσυ θελεις να δωσεις, εχει να κανει με την απεριοριστη ομορφια ενος ανθρωπου που σου επιτρεπει να τη δεις μεσα απο τα ματια του. Και στην προκειμενη περιπτωση αυτα τα ματια ειναι επικινδυνα. Ειναι ονειρο. Εχει να κανει με το σκιρτημα στην καρδια, το βαδισμα σου προς τη δουλεια και το ανεπαναληπτο τραγουδι στο μπανιο. Ειναι η ομορφια του αλλου καθρεπτισμα του ευατου ή μηπως αλληλεπιδραση ουσιων που εξελισσονται σε πετυχημενη εξισωση και δυναμικη επικοινωνια? Περναμε απο ενα supermarket, κανουμε τα ψωνια του και αναλογιζομαι το μελλον, με ερεθιζει η ιδεα του να το κανουμε πιο συχνα, να τον εχω να μου τσιμπαει τον κωλο και να θελει να μου αγοραζει σοκολατα. Ειναι ενα συναισθημα πατρικο, παρολα αυτα πολυ ερωτικο, προσφερει απλετο το φως του που με αγκαλιαζει πιθανοτατα για τελευταια φορα. Ας μην ειναι ετσι Θεε μου...

Δεν τελειωνουν ετσι, οι ζωες των ανθρωπων.....

Θελω να σου πω τοσα. Θελω να εισαι καλα, θα ηθελα να σε ξαναδω ιπποτη με την αστραφτερη πανοπλια. Θελω να παρεις το ατι σου και να με ταξιδευσεις μαζι σου και παλι. Στη βεραντα, στον κοσμο σου, στο δικο μου τετραγωνο και στις παλιες αγορες εκει που οι θεοι κοιμηθηκαν καποτε μαζι μας. Μη διστασεις να με σκεφτεις, να με αγκαλιασεις και να με χαρεις. Θα ελπιζω για το κουδουνισμα του κινητου που τοσες μερες τωρα δροσιζε τα πρωινα μου και αγκαλιαζε τις απογευματινες μου δυσκολιες. Ειναι τοσα που θελω να σου, κατι ξεκινησα να σου λεω σημερα για το παρελθον μου αλλα δεν νομιζω πως καταλαβες. Ελπιζω ολο αυτο να ηταν δικο μας και να μεινει ετσι - δεν θα σου πω αντιο γιατι πιστευω στην αληθεια. Ξερω πως διαβαζεις και το ευχομαι, εισαι σημερα στο μυαλο μου χαραγμενος και ας μην εισαι εδω. Ο πριγκηπας μου εφυγε, φευγει, ισως ξαναρθει... Κρατησε τη μαρμελαδα, το γλυκο κανει τη στιγμη πιο γλυκια και θα ηθελα να το γευτω παλι. Ασε να μυρισουν τα insense και παλι στην αγκαλια μας και κανε να ενωθουμε παλι. Αν οχι για καποιο αλλο λογο παρα μονο για το καλο μας.

Σε φιλω papillion.....

23.5.07

Το ξυπνημα της Χιονατης


Ανοιξα τα ματια μου και αντικρυσα το σκοταδι του δωματιου. Μια μικρη χαραμαδα απο το παραθυρο αφηνε ελευθερη μια μικρη κλωστη φωτος που συστηματικα μεταφεροταν ολοενα και πιο αριστερα. Πρωι Δευτερας και ενιωσα μεσα μου την πικρη απογοητευση της Κυριακης, λιγες ωρες μας χωριζαν απο εκεινο το ομορφο βραδυ με τις εκθαμβωτικες λαμψεις και τα λουλουδια. Μικρα λουλουδια, ομορφα λουλουδια, λουλουδια απο το μπαλκονι που ειδαμε το ηλιοβασιλεμα (ετσι για να μην λες). Κερακια που σιγοκαινε στα ματια του φερνουν πισω τις θυμησες τις βραδυας στο μαξιλαρι μου και αποφασιζω να το αποχωριστω.

Το πρωινο κυλαει ησυχα, παραμενει η αδιαθεσια ομως που κονταροκτυπιεται στο επακρον με τη μοναξια. Τα ματια μου καινε και εκλιπαρουν για λιγο υπνο ακομη. Μια σειρηνα απομακρυνεται και δημιουργει εντυπωσεις καθως ξεπλενω τα δοντια μου και κοιταω στον καθρεφτη για να επιβεβαιωσω οτι ξυπνησα. Το μελαγχολικο μου χαμογελο δενει με τις αναμνησεις και κανουν ερωτα στο πατωμα, οπως στα ονειρα. Ο μαχητης ερχεται απο μακρια να σωσει τη στιγμη αλλα σε μια σουρεαλ αναπαυλα κυλιεμαι και εγω στο ονειρο. Ο δρομος εξω ακουγεται θορυβωδης, ολοι τρεχουν αλλα τα δευτερολεπτα στο ρολοι δειχνουν να εχουν κολλησει. Ξαφνου τα μηνυματα αρχιζουν να κουδουνιζουν, το τηλεφωνο κτυπαει και οι ευχες γεμιζουν το δωματιο, η μανα μου εχει πολλα να μου πει - το δωματιο μου λεει με περιμενει, ποτε θα παω? Μιλαμε ασταματητα - και οι δυο, ειμαστε περιπου ιδιοι, ειναι καιρος τωρα που πιστευω οτι καταλαβε αλλα δεν μου εχει μιλησει. Συζηταμε για το ταξιδι μου, για τη δουλεια, θελω τοσο να της πω πως γνωρισα καποιον. Θα τον συμπαθουσε πολυ - μαγειρευει, φτιαχνει γλυκα, μαρμελαδες. Ειναι νοικοκυρεμενος και διαθετει μεγαλη καρδια. Να, μολις βλεπω την καρτουλα που μου χαρισε με τα λουλουδια, θα το εκτιμουσε και η μαμα. Σε μια προσπαθεια να παρει ανασα, εισβαλω στη συζητηση και προσθετω μια δοση αισιοδοξιας στον τονο της φωνης μου. Ρωταω για τον πατερα μου, τα ανηψια μου. Μιλαμε για την κα Ε. που εφτιαξε τουρτα για τον κο Γ. που ειχε τα 87 του γενεθλια. Κλεινοντας μου λεει ποσο με αγαπαει, ποσο περηφανη ειναι για μενα. Το αισθανομαι αλλα το αποβαλλω, δεν εχει κανενα λογο να ειναι περηφανη - ειναι μαλλον η απογοητευση που μιλαει αλλα θα ηθελα να ειμαι ειλικρηνης μαζι της, να της ανοιξω την καρδια μου και να της πω τα παντα. Στο επομενο δυωρο τα τηλεφωνα με κρατανε σε εγγρηγορση - ειναι ομορφο που με θυμηθηκαν τοσοι και τοσοι. Σκεφτομαι πως εκεινος με ξεχασε και γυρναω το βλεμμα προς τα λουλουδια - και αυτα του μπαλκονιου και αυτα τα αγορασμενα. Ειναι ελπιδες ζωης αυτα τα λουλουδια. Το κινητο κτυπαει. Το μηνυμα του φτανει στην αγκαλια μου και με μια ανασα με δροσιζει. Με ανακουφιζει οτι δεν με ξεχασε και οτι με θυμαται. Μου μιλαει μαλακα, εχει ενα υφος που τα παντα ηρεμει, τα παντα σαγηνευει. Φευγω απο το σπιτι, με πηρε τηλεφωνο η Μ. Θελει να βρεθουμε για καφε και υποχωρω, ειναι η μονη που θελω να δω. Εκεινος ειναι σπιτι και με δελεαζει να βγω το βραδυ. Ειναι σαν δωρο σ'ενα μικρο παιδι - "...αν φας ολο σου το φαγητο, θα σου παρω παγωτο...". Μου υποσχεται να περασει να με δει το βραδυ, να περασει λιγες στιγμες μαζι μου και να με φιλησει με ευχες. Εγω δυσκολευομαι, το χρυσοψαρο εχει πνιγει και η Δ. μας περιμενει. Δεν λεω καθολου ψεματα, αισθανομαι οτι το χρυσοψαρο εφυγε μακρυα. Πλεει σε πελαγη μακρυνα και αναρωτιεται πως εχασε παλι το μονοπατι του αφου ηταν στο σωστο δρομο. Δισταζει αλλα χαμογελαει στην ιδεα να τον δει. Το χρυσοψαρο και η καρδια μου σπαρταρουν.

Για αλλη μια φορα, λιγο πιο περα απο την λογικη, βολταρω στα στενοσοκακα του αυθορμητισμου. Παιρνω το δρομακι που με εβγαλε τις προαλλες στο συντριβανι, εκει που τον αντικρυσα και χαθηκα στα ματια του. Αυτα τα ματια εχουν κανει τη μεγαλυτερη ζημια, ειναι ορθανοικτα, εκτος απο οταν γκρινιαζει (λιγο) και με κοιτανε εντονα. Οπως ακριβως θελω. Φτανω πρωτος στης Δ. και αρχιζουμε να στηνουμε τραπεζια και να τα στολιζουμε με ομορφα σουπλα και χρωματιστες πινελιες. Ειναι σαν να μην θελω να ειμαι εκει αλλα η προσμονη και η επιθυμια με εχουν στησει για τα καλα. Ποναει το στομαχι, δεν το πηρα χαμπαρι αλλα δεν εβαλα μπουκια απο το πρωι. Μυρισα ενα ομορφο ροδο μονο, γευτηκα τη μυρωδια του. Στην ταβερνα παρακατω μια μεγαλη παρεα γιορταζει καποιον και πινει λαιμαργα το κρασι της ζωης, καπου ακουγεται και ενα μικρο αγορι με μπαγλαμα να ουρλιαζει για ενα ταληρο. Τα παιδια εχουν ερθει να με τιμησουν και πρεπει να ειμαι προσεκτικος, μου εφεραν δωρα. Ο Θ. με παρατηρει σιωπηλος, ειναι η αιτια που χαμογελαω και που ζω αυτο το κατι. Καπνιζει διπλα μου το εικοστο του τσιγαρο και σιγοβραζει μεσα του απο ανυπομονησια για το μετεπειτα ραντεβου. Η ωρα κυλαει ομορφα, τον σκεφτομαι, τα καραφακια αδειαζουν ευκολα και τον σκεφτομαι μακρυα μου. Η σαλατα και το κοτοπουλο μου προκαλουν δυσφορια, μαλλον δεν θελω να φαω αλλο. Η Δ. μας φερνει γλυκο και τα παιδια εχουν ξετρελαθει, ο Θ ζηταει λιγο ακομη, σπανιως τον βλεπω να δοκιμαζει αχορταγα το γλυκο μετα το δειπνο. Ο Γ. μου κανει νοημα οτι καταλαβαινει και προφανως περναει και αυτος κατι. Τα ματια του υγρα οπως παντα, εξιστορουν την απογοητευση αλλα και τη χαρα. Τον βλεπω να ερχεται απο μακρυα και η καρδια μου πεταγεται. Ειναι μια ομορφη εικονα που προσεγγιζει την αυρα μου και την ζωντανευει - τα κρυα και χλωμα χρωματα γινονται ξαφνικα δροσερα, χαρουμενα και γεματα. Παιρνω φωτια και τον βαζω να καθισει διπλα μου, με φιλαει αλλη μια φορα και μου προσφερει αλλο ενα δωρο - λες να μην ηταν αρκετα ολα αυτα? Τα ματια του λαμπυριζουν και μου χαμογελανε στοργικα. Ακουμπαει το χερι του κοντα στο δικο μου, στο ποδι μου απανω συναντιονται και τα δυο αφου εχει προηγηθει ο ποθος και η αγωνια. Αραγε εκανε καθολου σκεψεις για μενα σημερα? Μου χαιδευει το μικρο μου δακτυλακι και εγω αισθανομαι τη φωτια μεσα μου να καιει και να φουντωνει. Ποσο θελω να εχω αυτον τον ανθρωπο στο κρεβατι μου αποψε? Ποσο θελω να τον κοιταω να κοιμαται και να μην ανησυχω για τον υπνο, για το αυριο? Το δωρο του ενα παραμυθι, η καρτα μια ευχη για μια ζωη παραμυθενια που ισως να μην μπορεσουμε να εχουμε ποτε. Ο μικρος στρατιωτης μεσα μου, ακομη λαβωμενος απο τα χθεσινα κτυπηματα αισθανεται και παλι το σκιρτημα. Μου προτεινει να με πεταξει μεχρι το σπιτι, προφαση, δικαιολογια ή απλα ομορφια? Εγω στην αρχη αντιστεκομαι, παλευω με τον γιγαντα αλλα βλεπω οτι δεν οφελει, θελω πολυ να τον εχω διπλα μου λιγο ακομη. Περπαταμε μεχρι το αυτοκινητο και αισθανομαι σαν ζευγαρι, σαν δυο ατομα που ειναι μαζι και εχουν πολλα κοινα. Αισθανομαι την ενταση, βλεπω τους τιτλους του τελους αλλα και την αρχη της ταινιας μαζι. Αποψε τελειωνει μια εποχη και ξεκιναει μια καινουργια, με χρωματα διαφορετικα, μυριζει αλλιως και προδιαθετει για την ανοιξη και το φθινοπωρο μαζι.

Τα κλειδια στην πορτα γυρνανε με μανια και αφηνουν τους perfect strangers in the night να μπουν στο σκοταδι του μικρου διαμερισματος. Του δειχνω το σπιτι και μιλαμε αβιαστα. Ετσι ειναι παντα, ειναι ολα τοσο αβιαστα, τοσο ψυχραιμα, ολα εκτος απο την επιθυμια μας. Τον ξεναγω στο υπνοδωματιο οπου και παιζει το πρωτο παιχνιδι. Με σπρωχνει στο κρεβατι και μου πιεζει ενα φιλι στα χειλη. Το θελω το φιλι του και αναστεναζω στο τρυφερο αλλα και δυνατο τεμπο της γλωσσας του. Ανακατευω τα μαλλια του και χαιδευω το κορμι του που σφιζει απο ποθο, τα ματια μας ταξιδευουν στο κορμι και στη ψυχη. Κυλιομαστε στο κρεβατι σαν κρεμα σ'ενα μπολ που την ανακατευει μια χοντρη μαγειρισσα με περισσια δυναμη. Ειμαστε τα συστατικα σε μια αναλαφρη συνταγη, μια πετυχημενη δημιουργια, η επαναληψη μιας επιτυχημενης ταινιας που καθηλωνει τους θεατες της. Νυσταζει ομως και αγχωνομαι οτι θα φυγει. Θελω να μεινει παντα εδω, να τον βλεπω να κοιμαται, να τον προσεχω. Μου δηλωνει την επιθυμια του να μεινει, τα ματακια τα λαμπερα ειναι μισοκλειστα και αναφερονται στην κουραση της ημερας. Μου'ρχεται στο μυαλο το φιλι της Παρασκευης, το αγγιγμα της Κυριακης, η αγκαλια της Δευτερας. Ιδρωνω και το προσεχει. Με πειραζει, με χαιδευει, δημιουργει ατελειωτες αναμνησεις και στολιζει τη ζωη μου με δαντελωτα ονειρα. Θα μεινει το βραδυ μαζι μου, το χερι του ταξιδευει στο κορμι μου και φανταζομαι την αναπνοη του στο λαιμο μου καθε πρωι. Τα ρουχα εχουν γινει ενα στον καναπε και τα χερια μας μαζευουν τα ασυμαζευτα. Αγκαλια στην αγκαλια με προειδοποιει οτι ροχαλιζει, αχ το πιο γλυκο μουσικο οργανο οπου η καθε βελουδενια νοτα του κανει τη διαφορα στην καθημερινοτητα. Ξαπλωνουμε μαζι στο κρεβατι μου, φιλιομαστε παθιασμενα αλλα και ησυχα, αρπαζουμε ο ενας τον αλλο και ανακαλυπτουμε σημεια και τερατα. Αγγιζω το σφριγηλο του κορμι και χαιδευω με παθος τα οπισθια του που με απογειωνουν σ'ενα μακρυνο ταξιδι μεχρι την ανατολη. Στο στηθος του η καρδια του κτυπαει δυναμικα και δμιουργικα και απελευθερωνει για αλλη μια φορα τις πεταλουδες μεσα μου. Καπου καπου κλεινει τα ματια του και εγω μενω να τον χαζευω, να αναπνεω την αναπνοη του, να μυριζω τα μαλλια του τριχα-τριχα. Επιτελους ο ουρανος μου φεγγοβολαει απο τον λαμπερο του ηλιο. Μπαινει απλετο το φως του απο το μικρο μου παραθυρακι κατευθειαν στην καρδια. Αγκαλιαζομαστε και κλεινουμε τα ματια - κοιμαται στην αγκαλια μου. Εγω κοιμαμαι και ξυπναω. Τον χαιδευω για να νιωσει ασφαλεια, να αισθανθει ομορφα. Κοιμαται στην αγκαλια μου.


"Καλημερα γλυκο μου..."

22.5.07

Ξημερωματα γιορτης


Κυριακη παλι μα καθολου σαν ολες τις αλλες, διαφορετικη καιρικα και συναισθηματικα. Το πρωινο ξεκινησε τεμπελικα στο ματι μου, στο κορμι μου που νοσταλγουσε το χαδι και το φιλι. Ξεσηκωθηκα, πεταξα τα σκεπασματα και εβαλα καφε. Ο καιρος υπηρξε ιδιοτροπος αυτη τη βδομαδα, σχεδον σαν ενα κακομαθημενο σχολιαροπαιδο που παιζει στα δαχτυλα του τη δασκαλα του. Παιζει και με μας, αφηνει να νοηθει οτι θα βρεξει, φυσαει εξω και εγω σκεφτομαι το φιλι του. Εκεινα τα ματια που σβηνουν ολες μου τις εγνοιες και ολα τα αλλα, τα μικρα και τα ασημαντα. Επιστρεφει το βραδυ απο μια μακρυνη εκδρομη. Μια εκδρομη που μας χωρισε για ενα βραδυ και ελπιζω να μην επαναληφθει - θελω να ζησω αυτο το παραμυθι, να το ξεσκεπασω και να το γευτω οπως τοτε που ανοιγα το ψυγειο και εβγαζα το ρυζογαλο που ειχε φτιαξει η γιαγια. Με επιθυμια, λαιμαργια, πεινασμενο και ανελεητα αχορταγο. Τον πεθυμησα πολυ, τον εχω στο νου σαν screensaver, a life saver ισως που ηρθε να ξυπνησει την κοιμωμενη μου καρδια.

Το βραδυ γιορταζει ο Δ. τα γενεθλια του. Μας εχει καλεσει για ποτα, για αλκοολη που ξεπλενει ολα τα αμαρτηματα και δημιουργει αλλα τοσα. Ιδανικο σκηνικο, περασμα σ'ενα μικροκοσμο το μπαρακι αυτο ειναι ενα σωσιβιο για ολους τους ρομαντικους αλλα και κυνικους αυτης της εποχης. Ολοι μαζι σ'ενα μπλεντερ με φρουτα, χυμους, φρεσκιες μυρωδιες ανοιξης και γλυκο αερακι που παιζει αμαρτωλα με τη σκεψη. Μου θυμιζει εκεινο το μπαλκονι που ειπιαμε την πρωτη μας μπυρα μαζι. Θελω να πιω μπυρες μαζι του για μια ζωη. Τον εχω πεθυμησει και some strangers in the night become lovers for a night. For a lifetime perhaps. Μου υπενθιμιζει οτι θελει να περασω απο το σπιτι του - ειναι αθεραπευτα ρομαντικος και κανει τα παντα γυρω μου να ανθιζουν, να μοσχοβολανε με insence απο το μακρυνο Θιβετ, το απορρητο γινεται ενα με το μυστικο μας και το βραδυ αγκαλιαζει την μυρωδια του gin. Ο Δ. σβηνει τα ροζ κερακια του και απολαμβανει για αλλη μια φορα το γλυκο χαμογελο του συντροφου του - my heart belongs to daddy, οι νοτες γινονται κυμματα και παρασερνουν την ωρα και το φεγγαρι. Ενα κομματι τουρτα και ενα δρομο μετα φτανω στο 8, εκει που ενωθηκα για πρωτη φορα με αυτη την επιθυμια να ζησω μια ζωη παραμυθι. Κτυπαω και ανοιγει την κατω πορτα - ιδρωνω απο αγωνια και εξιστορω στο μυαλο και στη ψυχη την πρωτη συναντηση μας, θελοντας να ξαναζησω την ομορφια. Αποψε η ομορφια και η επιθυμια γινονται ενα, τα ματια του καμβαδες ετοιμοι για πινελιες, ιστοριες που με βολταρουν σε ομορφα παρτερια και ξεχασμενες παραλιες με γλαρους να φωναζουν. Χιονια πεφτουν, εποχες περνανε και ερχεται η ανοιξη, μυριζει λουλουδια και μοσχοβολαει ο ερωτας.

Βγαινω απο το ασανσερ και κοιταω την πορτα του, ενα μπουκετο τριανταφυλλα με κοιταζουν και φωναζουν ευτυχια. Η χαρα παλι αναστατωνει το καθε μου κυτταρο, σχεδον ανακατευει τη ψυχη και την επανατοποθετει. Τα αρπαζω λαιμαργα και τα μυριζω, θελοντας να τον κανω δικο μου για παντα. Το αβεβαιο και επιφοβο "παντα" που με συναρπαζει με τον ανθρωπο αυτο διπλα μου. Η μονιμοτητα της στιγμης παγιωνει το καθε μου συναισθημα για τον τοσο ρομαντικο αυτο ανθρωπο και αναγεννησιακα στοιχειωνει το χαμογελο μου. Ειμαι χαμογελαστος οταν μου ανοιγει την πορτα και μου χαριζει ενα φιλι δροσερο, ενα φιλι με γευση απο κουραση και ενοχες που παρολες τις δυσκολιες του εχει μια γλυκια γευση φρουκτοζης, μανγκο και φραουλα - δροσερα αναψυκτικα με παγακια να πλεουν σαν ερωτευμενα διπλα διπλα. Ειμαι ευτιχισμενος στην αγκαλια του για καποιες ομορφες στιγμες, με αφηνει να το χαρω και να το μυρισω, ολες μου οι αισθησεις εστιαζουν στο γεγονος οτι η καρδια κτυπαει ανυπομονα και ατιθασα, δηλωνει ενα ομορφο παραμυθι με χρυσοψαρα που κολυμπουν δεξια αριστερα ανεμελα. Το σπιτι λιτο οπως παντα, συμμορφωμενο με τον ηχο και το φως, σχεδιασμενο ετσι ωστε να προσφερει αγαπη και τρυφεροτητα. Μια ανακωχη απο την ενοχη και ενα διαλειμμα απο την καθημερινοτητα ζωγραφιζουν το χαμογελο στα χειλη μας και κοιταζομαστε σαν παλαβα, σαν δυο πιτσιρικια σ'ενα ζαχαροπλαστειο. Η αδρεναλινη ζηταει ρεστα καθως ρεει ατημελητη και επιπολαια στον οργανισμο μου που σχεδον ασφυκτιει απο την ενταση της ομορφιας αυτου του ανθρωπου. Τον ταιζω λιγη τουρτα με το δακτυλο μου, του δινω γλυκο οπως εχει δωσει αυτος ζωη στη φαντασια μου αυτες τις μερες. Γλυφει παθιασμενα το δακτυλο μου αλλα και προσεκτικα να μην υπερβει το οριο ταχυτητας. Ειναι προσεκτικος οδηγος αποψε.

"...δεν θα διαβασεις την καρτα...;"

Τι το'θελα; Γιατι υπακουσα τυφλα αυτη την προτροπη του. Ευχες για ενα μελλον με εναν ερωτα πληρες, εναν ερωτα με τοκους, οσο δινεις τοσα περισσοτερα θα παρεις. Αυτος σκιαγραφει μια εικονα στο μυαλο μου, την εικονα του με αλλα λογια και δεν ξερει ποσο με πληγωνει αυτο - δηλωνει την αγαπη του αλλα μου την στερει αμεσως, υπογραφει το συμβολαιο και μετα το σκιζει. Ειναι τοσο γλυκος ομως που με περνει αγκαλια και με φιλαει. Μου θυμιζει τοτε στο δημοτικο που ξεχασα τα λογια μου επι σκηνης, με δακρυα στα ματια ετρεξα να φυγω αλλα η δασκαλα μου με εσωσε απο την κατηφορα. Με αγκαλιαζει και γινομαι ανεμος, ελευθερος και ανησυχος, δυνατος και αυθορμητος. Του φιλαω το λαιμο και με φιλαει ξανα και ξανα. Μου δινει ζωη και με πιανει το παραπονο που δεν ειναι ευκολο να του πω αυτα που θελω, αυτα που ποθω.

Φευγω κυνηγημενος απο συναισθηματα πρωτογνωρα. Απογοητευση που φυτρωνει μεσα στην καρδια, αγχος που παγωνει το στομαχι και με ιλιγγιωδης ρυθμους το ξετρελλαινει στους χορους και στα πανηγυρια. Ενα rollercoaster τρομου, μπαινω στο τουνελ και ταξιδευω μεχρι την κορυφη και πισω. Υποσχομαι στον ευατο μου να μην γυρισω πισω, θελω να του δωσω αλλο ενα φιλι, ενα τελευταιο φιλι ισως για το γαμωτο. Ο οδηγος ταξι με αναλαμβανει στο αυτοκινητο του, δινοντας μου προσχημα να μην γυρισω πισω, με πρηζει για την ονομαστικη μας γιορτη και με ρωταει που παω τα "ομορφα λουλουδια". Τα ομορφα λουλουδια ειναι απο το αγορι του 8 . Κουβαλαω τη φλογερα και τη γκλιτσα μαζι με τα ομορφα ροδα. Μια ανελπιστα ανισορροπη εικονα, με πινελιες ομορφιας και γοητειας μιας βραδυας χωρις τελος.


Το χρονομετρο σταματαει στην οδο των λουλουδιων και μετραει 4-5 ευρω. Παιρνω ρεστα απο το κακοδιπλωμενο δεκαρικο και τρεχω σπιτι. Κλεινω την πορτα πισω μου και κλεινω τα ματια. Ματαια ομως, η εικονα ειναι εκει. Η βροχη κτυπαει στο τζαμι, ο ανεμος δυναμωνει και γινεται εχθρικος, καχυποπτα βαναυσος. Με ποναει. Με βασανιζει αλλα με εχει περικλεισει με ερωτα και σαν αγριμι γλυφω τις πληγες μου. Κανω αυτο που ξερω να κανω καλα. Σταγονες, μεγαλες μικρες και δυσκολες.

Μετραω....
Ενα... δυο... τρια... τεσσερα

20.5.07

afternoon hours


Amidst the clouds broke some sunshine. It was deliciously blessed and I was eager to explore it, to meddle with the eventuality of truth and extract myself from the real. Amidst the surreal and the real, I walked alone but not lonely and I felt the warmth of a man's breath on my neck. Recently, I discovered this new side of me, one that apparently provokes some sexuality and transmits some passion. In between breaks and cigarette stops, I seized the moment only to realise how lucky one is to be alive. A storm of pigeons flew over my head as the thunders and lightning emerged in the background. It was a quiet morning in the city, one that rarely sleeps yet seems to be fast asleep considering the events stirring around it. A seniors of friends passed by me, they were joking and saluting the change in weather, a sudden change at that - ladies wearing their scarfs around their heads, kids with jumpers, the temperature still at a high considering its still Spring. Spring comes when you least expect it, I am sitting here thinking how annoying change can be, yet how fruitful it has been for my life lately.

P. and I. are getting married in the summer and I am a part of it. I've lived parts of it through e-mails and phone calls, I've lived it through them. I have thought about them endlessly since that trip to London, I am stunned by their grandeur, their splendour and while all this sounds lyrical I am convinced they know what I mean. Troubled times lie ahead and I strongly recommend that we share them with someone. The seagulls scream loudly over my head and apparently fight over a piece of bread - the other birds, much smaller and more delicate, stand no chance at survival. They shall soon depart and remain hungry for the rest of the day. I wonder, is this world all about survival and is the weakest link the strongest opponent? Two youngsters on a motorbike erase my thoughts and march right by me to evoke some sentiment. Some girls giggle but I am under the distinct impression that the boys are in fact narrowminded and immature. The homeless guy at the bench sits lazily and predicts the weather, he wears a green raincoat that determines his knowledge and improves the scenery of his everyday life. Some pigeons battle over his breadcrumbs but he seems slightly unphased by the entire odyssey around him. I believe his eyes have seen much too much and I am willing to share that. D. comes to mind, he's young and yet to mature like a good cabernet merlot but still holds much inside. His disposition prevents him from opening up like a lotus flower and to evolve before his current beau. I fear he fears more than he knows. He knows less about his fears and I reckon he ought to let go of the past. But then again, who am I to suggest improvement? This new beau seems wonderful, he lights up when D. is in the room and I believe there is nothing slightly more important than that. I saw it the other day - in the eyes of a beau stranger, he looked deep into my eyes, like no one else has ever done before. The scent of a man drives me crazy, the scent of this man drove me nuts. Suddenly I realise I stopped walking, I thought of my brief walk with T. last night - in the rain, two friends, a short conversation. T is wonderfuly ignorant of his power even though he suggests differently in person. I stop and light a cigarette, I smoked last night too but right now I am reminiscing.

An old lady walks by, she smiles delicately at the dog of the guy standing next to me and waves her hair. A town full of people, full of stories and suggestive of the past and the future. I am writing this listening to the soundtrack of "Requiem for a dream" and I am amazed at the speed of my fingers. I could be that little girl in the movie, who wears the red shoes and dances till her feet bleed. Its amazing that something you wish for can be so devastating at times. The other night, N. told me about falling stars, we layed by the seafront, totally stripped of guilt but extremely conscious of our present. I saw a falling star and I pointed it out to him - suggesting that he should make a wish. He did not discourage my dream, my romantic attitude - instead he informed me of his realistic opinion and touched my hand briefly. Falling stars and wishes are for the present, you desire something or someone and yet when it comes to you, you hunt down something else. At any given time one can request something, the moment is different and completely ignorant of the future therefore not liable for any damage. "Wishes are a beautiful thing..." I comment, yes true they are, in fact something to keep us alive. However, its the relativity of the moment that makes them relative and precious as opposed to their somewhat random placement or value in the future. I support our conversation with more food for thought and we surrender into the darkness.

Far away some brakes screech and I wake up from this autumn delirium. I start walking again, a song chymes in my ear through my ipod and I feel secure in the clarity of mind. Finally.

19.5.07

Ταλγκο 18.05


Ξυπνησα νωρις, βγηκα στο μπαλκονι και χαιδεψα την αυγη. Ημουν μουδιασμενος απο το χθεσινοβραδυνο και κατεληξα να χαιρεταω το πρωτο αεροπλανο της ημερας που περασε με στομφο πανω απ'το σπιτι μου. Συννεφα της αυγης εχουν κατακλυσει και παλι τον οριζοντα, ειναι σημαδιακο το πως εχει αλλαξει ακομη και η συμπεριφορα της φυσης απεναντι μας. Η συμπεριφορα των ανθρωπων εχει αλλαξει προ πολλου και μαστιγωνει, σχεδον μαχαιρωνει τα παιδια των αστεριων. Σκεφτηκα να ξαπλωσω παλι, τα σεντονια δεν ειχαν τιποτα να προσφερουν μπροστα στα βελουδενια και μεταξωτα ριχταρια της χθεσινης μας βραδυας. Το χορταρακι ηταν καταπρασινο και πλεγμενο στα μαλλια μας, οπως και καποιο συναισθημα, καποια λογικη, ισως και τα αστερια που επεφταν...


Στις 9 το βραδυ συναντηθηκαμε στο συντριβανι που πλατσουριζε με λαιμαργο υφος και εγλυφε το μαρμαρο γυρω του. Το βραδακι εδειχνε γλυκο αλλα με υποτονικες πινελιες, σχεδον μαθημα ζωγραφικης ενος αλλου καιρου, περισσοτερο ρομαντικου και αληθινου. Το χαμογελο του με τσιμπαει μια στην καρδια και μια στο μαγουλο αφου λαμπυριζει το ματι του με το που με βλεπει. Φοραει ενα λινο πουκαμισο που του παει πολυ και μου γερνει το κεφαλι. Γνωριζουμε και οι δυο τι θα ειπωθει αποψε και ειμαστε σχεδον τρομαγμενοι, το χαμογελο ομως αντιστεκεται και δειλα-δειλα εμφανιζεται. Χαιρετουρες και φιλια. Θελω να του σφιξω το κορμι του κοντα στο δικο μου και να του δηλωσω οτι μ'αρεσει. Να δηλωσω λεει... Λες και ειναι φορολογικη δηλωση, απαιτει πιστοποιητικα και χαρτια, σφραγιδες απο αρμοδια γραφεια και αναλογες κινησεις εντυπωσιασμου. Οχι! Αυτο ειναι κατι πιο αγνο, κατι πιο αληθινο. Μου φαινεται πως ψιχαλιζει και η πεινα μου δινει τη θεση της στο λεωφορειο στο αγχος και την ανυπομονησια. Ενα λεωφορειο που μας πηγαινει παντου φορτωμενο με συναισθημα. Στην πλατεια τα πιτσιρικια τρεχουν δεξια αριστερα, μια κυρια μαζευει αδεια κουτακια αναψυκτικων και εμεις περπαταμε προς το "Χρυσοψαρο'. Η Δ. για αλλη μια φορα, μας υποδεχεται υπερηφανη και λυγεροκορμη. Με βαζει στην αγκαλια της, λες και γνωριζει την πραγματικοτητα. Ειναι ενας ανθρωπος που πιστευω διαβαζει τις ψυχες μας, εχει ενα χαρισμα ασυγκριτο με ολα τ'αλλα. Τα σερβιτσια εμφανιζονται, το κρασι ρεει χαρουμενο και το ψωμακι καιει. Ειναι φρεσκο και προτεινω να το δοκιμασει. Μικρες μικρες οι μπουκιες του, χαριτωμενες και σεβασμιες, ανακατευονται με τα ομορφα του ματια και το χαμογελο που διπλωνει το πηγουνι του. Ολα αυτα, δεν τα ειχα σκεφτει χθες το βραδυ, τωρα μου'ρχονται χειμαρος. Ηταν το κρασι, ηταν η αναθεματισμενη προσμονη και η επιθυμια? Δεν μπορω να πω με σιγουρια. Παιρνουμε διαφορα φαγητα, η βρωση και η πωση ειναι ενα φαρμακο αποψε και αναλυουμε τα ποικιλα πιατα της Δ. με εξυπνες ατακες και υπονοουμενα. Του αρεσει να μαγειρευει προφανως, εχει ομορφα χερια, μαλακα.

"...Κριμα. δεν θα κανουμε μαρμελαδα μαζι..." του λεω.

Θα εκανε μαρμελαδα με φραουλες. Θελω να του πω πως θελω να τις κανουμε μαζι απο δω και περα. Μου μιλαει με γλυκα ματακια, με χαμογελο διαρκως και ειναι σαν να με θαυμαζει. Τρομαζω απο την υπερβολη της στιγμης και ψαχνω τα τσιγαρα μου. "Η στιγμη", που μας απασχολησε πολυ αυτες τις μερες ειναι και το αμετακλητο του παροντος και μαζι το παρελθον και το μελλον. Το συζηταμε αυτο, παρεα με το ξηρο κρασι της Δ. Δεν του αρεσε πολυ το κρασι, το χρειαζομαστε ομως για να μιλησουμε, κατι σαν βενζινη για το αυτοκινητο. Βαζεις μπρος και μετα ταχυτητα και εφυγες. Ενα ταξιδι, μια βολτα, ενα μακρινο ονειρο που ακομη δεν εχεις ζησει αλλα ειναι λες και ξερεις τα παντα για αυτον τον ανθρωπο. Τον βοηθαω με τα εδεσματα, τρωει λιγο, λες και προσπαθει να μιλησει αλλα δεν μπορει και εκμεταλλευεται καθε στιγμη μαζι μου. Θελω να τον φιλησω. Στο cd ηχει η Αλεξιου, ειναι μεθυστικη η διαθεση και η νυχτα ανηφοριζει για τα καλα. Τα γατια παλι δημιουργουν χαος και ενδιαφερον στους θαμωνες. Κανω το πεμπτο μου τσιγαρο και τα ματια του με παρακαλουν για ενα τσιγαρο. Μιλαει και τον ακουω. Ειμαστε μεγαλα παιδια και ευτυχως (με εψιλον κεφαλαιο) υπαρχει ο σεβασμος. Μου μιλαει για μια σχεση. Για εναν ανδρα που ειναι πολυ τυχερος που τον εχει. Δεν τον ξερω και ομως τον ζηλευω, πως εγινε αυτο τωρα? Ειναι ξεκαθαρος οσο και το βραδυ με τα χαμηλα συννεφα και τα διασπαρτα δειλα αστερια. Παιζει με το χαρτακι απο τα τσιγαρα μου, ειναι αμηχανος και απειρως γλυκος. Ειναι ομορφος και μ'αρεσει. Δεν καταλαβαμε καθολου πως περασαν αυτες οι τρεις μερες. Δυο ποτηρια στο τραπεζι, τι μικρη που ειναι η βραδυα για να χωρεσει ολο αυτο το συναισθημα. Σταγονα σταγονα το κρασι μας γαργαλαει και παρασυρομαστε σε ερωτικα παιχνιδια με λεξεις και εικονες. Δεν θελουμε να παμε στο σπιτι μας και δημιουργουμε δικαιολογιες, Ο Κ. με βλεπει τυχαια και με χαιρεταει. Ζηταω απο τη Δ. να πληρωσουμε γιατι θελω να φυγω, ειναι αργα και πρεπει να κοιμηθει, ειναι αργα και πρεπει να μιλησουμε, να μιλησουν τα ματια μας. Τα χειλη μας θελουν να πουν πολλα περισσοτερα, να κανουν βολτα στο κορμι του αλλου και να υποκυψουν στις σκεψεις που καναμε εδω και 3 μερες. Φαινεται επιπολαιο και παρατολμο, ειναι μολις 3 μερες μονο και μοιαζει να ειναι αστρο που τη νυχτα το σκαει.

Σκυβω και του ψιθυριζω οτι μου αρεσει. Ειμαστε στη "βεραντα". Ξαπλωμενοι στο βρωμικο τσιμεντενιο τερας που με τραβαει εδω και μηνες στην αγκαλια του. Κοιταμε τον ουρανο και περιμενουμε να πεσουν οι πρωτες σταγονες, ο ουρανος εχει ενα χρωμα πορτοκαλι, περαν απο το μουντο μαυρο. Ειναι γεματος ιστοριες και δακρυα, τα ριχνει τωρα που μας κοιταει απο ψηλα. Λες να γνωριζει? Ξαφνικα, ενα αερακι τον αγκαλιαζει και αυτος, σαν περιστερι ανακατευει τα φτερα του. Προτεινει να περπατησουμε, ψαχνουμε ανελλιπως δικαιολογια να φιληθουμε. Σηκωσε με αποψε ψηλα, παρε με μαζι σου ενα μακρυνο ταξιδι, ισως το αυριο να ειναι δικο μας - θελω να χορεψω μαζι σου ενα βραδυ με ματια κλειστα. Οι σκεψεις μου αμετρητες, με βασανιζουν και με θορυβουν, εχω τα λογια του Π. στο μυαλο και με ενοχλει που εχω μαθει να κραταω ζωντανη τη στιγμη. Αυτη η στιγμη ας ειναι αιωνια. Στο τελος της διαδρομης ειναι ενα παγκακι, ενας κυριος το εχει καταλαβει και δεν λεει να φυγει. Πηγαινοερχομαστε λες και δεν μας χωραει η πολη. Αδικα βασανιζομαστε και το ξερουμε, ειμαστε μεγαλα παιδια αλλα μαλλον μας ενοχλει το "πρεπει" και το "comme il faut". Με κοιταει με ματια βουρκωμενα, τα δικα μου βουρκωσαν προλιγου οταν τον ειδα να κραταει τις ασημενιες κορδελες απο τα τσιγαρα μου. Ηταν η στιγμη της αμηχανιας, η στιγμη της αποκαλυψης και τα κραταει λαφυρο. Μου χαιδευει το χερι και με κοιταει βαθια στα ματια. Ξαπλωνουμε στο υγρο χορταρακι και κοιταμε ψηλα. Ο υποπτος κυριος παραδιπλα, παραμενει διπλα μας και υποψιαζομαι πως απολαμβανει αυτο το χορο συναισθηματων και αναστατωσης. Κρυωνει και του χαιδευω τα μαλλια, εχει πολυ μαλακα μαλλια και θελω να τα φιλησω, να τα μυρισω. Μυριζει ωραια και του το λεω, ειναι ενας αδωνης που δεν το εχει ψηλιαστει ακομη. Το λινο πουκαμισο του σφιγγει το λαιμο μου και μου δημιουργει ενα ασφυκτικο κλοιο που δεν ενοχλει καθολου. Μυριζει ωραια και καθως μου χαιδευει το χερι του ψιθυριζω στο αυτι ενα ευχαριστω. Εδω και ωρα οι λεξεις ειναι ετοιμες να ταξιδεψουν, να δραπετευσουν και να κανουν ζημια, ειναι τοση η ωρα που καθομαστε αλλα δεν θελησαμε ακομη να ξεχασουμε αυτο το βραδυ. Το χερι του ταξιδευει, μιλαει με το κορμι μου και αναγνωριζει περιοχες. Του χαιδευω τη μυτη και αγκαλιαζω το κορμι του που εδω και ωρα με προκαλει. Καθως πιεζονται τα κορμια μας μαζι ακομη πιο κοντα, νιωθω την ελξη του, εντονη παρουσια που μαλιστα αναγγελει ευχαριστα μηνυματα. Απλωνει ενα φιλι του πανω στο στομα μου σαν θαλασσα πλατια, υγρο και ατιθασο, αντιστεκομαι αμηχανα γιατι μας βλεπουν. Παρολα αυτα, εχω τη γευση του στο στομα μου - ειναι ενα ονειρο και αισθανομαι ηδη τη ζημια. Το επιδιωκω και εγω το φιλι, μας παρασερνει σ'εναν κυκεωνα αμφιβολιας και ανασφαλειας, ερωτισμου και παθους, το θελαμε και οι δυο τοσο που βγηκε βιαστικο αλλα λυτρωτικο. Οσα φερνει ο χρονος. Μονο η μουσικη μου λειπει, μια τηλεταινια εχει ξεκινησει. Εκεινο το δευτερολεπτο μεταξυ του κτυπου της καρδιας και της απολυτης ελευθεριας απο τα γηινα ειναι πλεον μελωδικο και ηχει στα αυτια μας. Ωρες μετα αυτη η μουσικη ηχει στα αυτια μας, απελευθερωνει ομορφες μυρωδιες και μας παραλυει. Να'τανε το γιασεμι, το κρασι ισως, μαλλον η ομορφια της στιγμης, δεν ξερω. Ειναι ομως ενα γλυκο βραδυ που δεν θελω να τελειωσει.


Στη λεωφορο πρεπει να χωρισουμε, πρεπει να κανουμε πως φευγουμε για τα σπιτια μας και να σεβαστουμε το αυριο. Μου το ελεγε συχνα οτι το αυριο θα ειναι πιο δυσκολο και εγω του δηλωσα πως θα ηθελα να ειναι εκει να με προστατεψει, να ειναι εκει να με δει πως χαμογελαω. Χαμογελο, φεγγαρι, ανθοδεσμη. Κοβει ενα μικρο κλαδακι και μου το προσφερει. Εχει 5-6 μπουμπουκια που μεθυστικα τρυπανε τη στιγμη και χαραζονται στη μνημη. Με αγκαλιαζει, για τελευταια φορα εκεινο το βραδυ, και με διωχνει, πρεπει να φυγουμε. Η υπερβολη της στιγμης με παιδευει, η εννοια της στιγμης με λυτρωνει και παλι με ανεβαζει σ'ενα αλογο που με περναει μεσα απο βασιλικους κηπους οπου ολοι οι ευγενεις κυνηγουν ελαφια και φασιανους. Ειμαι σ'ενα ονειρο, το ζω και μου κανει καλο. Φερνω στο μυαλο τα τραγουδια του που σιγοψιθυριζε στο αυτι μου. Περπαταω προς το σπιτι. Ο κοσμος ακομη και τωρα δημιουργει βαβουρα, τρωει σε γυραδικα, κυριαρχει μια σιωπη μα και μια φασαρια. Λες και ολοι ξερουν το μυστικο. Τα παντα με ρωτουν. Τωρα?

"Αποψε η κιθαρα μου ηταν πολυχρωμη και χαρουμενη. Σ'ευχαριστω"

7.5.07

sans frontiers


Η συναντηση απλη, χωρις ονομα, χωρις περιπλοκες, ανεπαφη απο τις δυσκολιες της καθημερινοτητας αφου ειχε προηγηθει ηδη μια βιβλικη καταστροφη στο γραφειο. Τις τελευταιες μερες, ολοενα και περισσοτερες καταστροφες τυγχαινουν - "... κατι προεκυψε...". Το απογευματακι ξεκινησε να γλυκαινει, να ισορροπει μεταξυ κουρασης και αμαρτιας αφου οι πλειστοι ετρεχαν δεξια αριστερα να προλαβουν τις τελευταιες δουλειες τους αλλα και να πνιξουν τον πονο τους σ'ενα ποτηρι κρασι. Καποτε ητανε ενα κρασι, μια θαλασσα και ενα αγορι. Τωρα κυριαρχει η μεθη του μεσονυχτιου, η αλκοολη που ρεει σαν ωκεανος και τα αγορια που σε περιτριγυριζουν με απαθεια. Ο Ν. μου ειχε μιλησει γι'αυτον, ο συναγωνισμος της καθημερινοτητας με το εξαιρετο υλικο της ανθρωπιας εγιναν ενα. Το δρομακι που μας οδηγησε στο διαβα του, ενα στενοσοκακο με μικρες αποτυπωσεις ρουτινας. Η γευση της νυκτας παρουσα οπως παντα - ενα βραδυ γεματο μυρωδιες απο γυραδικα, σακουλες και χαρτοπετσετες στο δρομο, μια ανεπαναληπτη συναυλια ερωτισμου που οδηγει στα υπογεια που ειναι η θεα. Τα υπογεια μαγαζια οπου η ομορφια του να φλερταρεις, να αγγιζεις και να χαιδευεις αυρες εχει μεταλλαχτει σε ασχημια, βρωμια και κακοσμια. Καθως κατεβαζω το χερι μου με το τσιγαρο με φωναζει μια φωνη, απαγγελει το ονομα μου με το χαρακτηριστικο μελωδικο του τροπο. Δυο ξενοι σ'ενα καφε, κανουν χειραψια και χαμογελανε ευγενικα. Τα ματια στρεφουν το βλεμμα τους προς το τσιγαρο που σιγοκαιει - μια ορδη καπνου αγκαλιαζει το χερι μου και το περικλειει σαν χειροπεδες. Η επαφη αμεση. Το χερι του ζεστο και σταθερο. Δεν ειναι η δυναμη της χειραψιας αλλα και το ζεστο χερι, δεν ειναι ιδρωμενο, διστακτικο αλλα πολυ σταθερο και εξηγημενο. Αμεσως σου εμπνεει μια εμπιστοσυνη. Οι καληνυχτες εκδηλωθηκαν και το αργοτερο σ'ενα δεκαλεπτο χαζευα τις απεναντι βιτρινες και εψαχνα απεγνωσμενα για την επομενη μου εμφανιση. Το μυαλο μου ομως, σαστισε, σταματησε για λιγο και εκδηλωσε σημεια προηγουμενης εμπειριας - μιας συναντησης που κατι μου ψιθυριζε στο αυτι. Καποια υπογεια φωνη ελεγε οτι σε μια αλλη στιγμη εμεις οι δυο ειχαμε γνωριστει - οτι ειχαμε ενα κοινο σημειο.

Ολα πανακριβα. Οι τιμες και το ζαχαρο μου στις ιδιες αξιες. Ανελεητο παιχνιδι του ευρω μεσα απο δολοπλοκιες των υστερικων καταστηματαρχων - η δοση του αυτοκινητου σου το παντελονι μου. Το ξενοδοχειο μου το φαγητο μιας βδομαδας για σενα. Κατηφορισαμε προς "Χρυσοψαρο", η μυρωδια της κουζινας της Δ. μας τραβαει εκει τις περισσοτερες Παρασκευες. Θα ειχαμε παρεα και εγω χαρηκα πολυ. Αν ειναι κατι που επιταγχυνει το χαμογελο μου, αυτο ειναι σιγουρα μια νεα γνωριμια, ενας εξαιρετος ανθρωπος, μια ηρεμη δυναμη. Κανοντας τη στροφη τον ειδα απο μακρυα να χαμογελα - να αιωρειται αγαλι αγαλι πανω απο το δρομο τον πεζων, σαν κοινος θνητος αλλης εποχης. Δεν δυναμαι να τοποθετησω την ομορφια της αυρας του προς αποφυγην παρεξηγησεως - γινομαι ανελεητα ρομαντικος στις περιγραφες μου. Η Δ. μας καλωσορισε οπως παντα, με ενα χαμογελο, με φιλι ακομη αυτη τη φορα - οι αυρες ταξιδευουν και γινονται ενα. Βλεπω μια γατα να κρεμμεται απο το κλημα και να ταλαντευεται με αυτοπεποιθηση ωσαν το Ταρζαν. Αμεσως η κουβεντα περιστρεφεται γυρω απο τα ατομα μας, ενα προκαταρτικο ερωτικο παιχνιδι μιας πρωτης συναντησης οπου η Δ. γνωριζει το Θ. και εγω γνωριζω το μεγαλειο. Μεγαλωνοντας, ηθελα παντα να βοηθησω τον κοσμο - ενα σπουργιτι με κομμενο το φτερο, ενα ζευγαρι ματια που σε κοιταν κουρασμενα και νηστικα, ενας παππους στην εντατικη και μετα στο νεκροταφειο. Η ροη των γεγονοτων στο μυαλο μου εχει καποια αξια, στον προλογο μου την χανει λιγο αλλα μετα ξεσηκωνεται και θεριευει. Στις συζητησεις στο σχολειο ετοιμος να υπερασπισω δικαιωματα και μειονοτητες - χαζα ανεκδοτα που μειωναν τους διπλα μου, μου εφερναν δυσαρεσκεια και αναστατωση. Ο Θ. χαμογελασε ενα γλυκο χαμογελο, ανεπνεε τον αερα και μαζι του εισεπνεε τις μυρωδιες της κουζινας της Δ. και το κλημα ειχε γυρει απο πανω μας. Επεσε το γατι, ειχε πολυ υπερηφανεια φαινεται. Δεν μου εκανε εντυπωση που μου αρεσε ο Θ. Δεν θα προσδιορισω το πως μου αρεσε - δεν θα το τοποθετησω και πανω απ'ολα δεν θα το μετρησω. Η συζητηση μακραινει - μιλαμε για το εργο του, τη δουλεια μου, τη ζωη εκει μακρυα στη χωρα τη ξενη που ητανε τοσους μηνες. Το ζηλευω αυτο που εχει κανει - θελω να το κανω και εγω, μαζι του αν γινεται, με τοσους αλλους σαν κι'αυτον που χαρακτηριζουν ενα αλλο ειδος. Σιγουρα προς εξαφανιση... Ρομαντικος? Κυνικος? Ανελπιστα ιδεαλιστης και πανω απ'ολα αλτρουιστης? Μου κανει εντυπωση η ηρεμια του - ακομη και μετα την επιστροφη του στη ζουγκλα.

Περπατησαμε προς ενα καφε - ειδαμε κοσμο και χαιρετησαμε γνωστους. Μεθυσμενοι απο τη συζητηση, κοιταχτηκαμε στα ματια, στη ψυχη και μιλησαμε για πολλα. Με αγγιξε - με εκανε να ιδρωσω στις παλαμες, να κτυπησω δεκα φορες πιο δυνατα και πιο εντονα την καρδια. Και ολα αυτα γιατι μ'αρεσουν οι ωραιοι ανθρωποι. Ανθρωποι που ειναι τοσο ελευθεροι που κανενα παθος ή κανενας ποθος δεν τους κραταει στη γη. Τα ποδια τους μπορει να αγγιζουν το πατωμα αλλα το μυαλο και η καρδια ειναι ψηλα - σχεδον τιτιβιζει με τα πουλια. Ειναι το χαμογελο ενος παιδιου - ειναι η αθωοτητα και η αγνοτητα ενος παιδιου. Αν ηταν νερο, θα ηταν κρυσταλλινο, θα ηταν γαργαρο και δυνατο. Δυνατο αλλα ησυχο - σιωπηλο αν γινεται. Η δροσια του ειναι απεριγραπτη - οταν σ'ενα κοσμο τοσο βρωμικο και κατασταλαγμενο στο σκουπιδι, βρισκεις κατι τοσο καθαρο. Ενας ανθρωπος χωρις συνορα!

Δυστυχως ξερω την ασχημια της ζωης - την ασχημια που μπορει να περιβαλει και ενα τετοιο ανθρωπο. Ισως να εχει περιβαλει και εμενα το ιδιο ακριβως κακο - μια μερα, ενα μηνα, εξη μηνες. Ισοβια. Ειναι εκει και το ξερω, δεν με καθιστα υπευθυνο, ουτε υπολογο αλλα παρων. Ημουνα και εγω σ'εκεινο το δωματιο ξενοδοχειου. Ημουνα και εγω σ'εκεινο το bar. Με κοιταει και λεμε καληνυχτα. Δοξα τω Θεω για τετοιους ανθρωπους.