19.5.07

Ταλγκο 18.05


Ξυπνησα νωρις, βγηκα στο μπαλκονι και χαιδεψα την αυγη. Ημουν μουδιασμενος απο το χθεσινοβραδυνο και κατεληξα να χαιρεταω το πρωτο αεροπλανο της ημερας που περασε με στομφο πανω απ'το σπιτι μου. Συννεφα της αυγης εχουν κατακλυσει και παλι τον οριζοντα, ειναι σημαδιακο το πως εχει αλλαξει ακομη και η συμπεριφορα της φυσης απεναντι μας. Η συμπεριφορα των ανθρωπων εχει αλλαξει προ πολλου και μαστιγωνει, σχεδον μαχαιρωνει τα παιδια των αστεριων. Σκεφτηκα να ξαπλωσω παλι, τα σεντονια δεν ειχαν τιποτα να προσφερουν μπροστα στα βελουδενια και μεταξωτα ριχταρια της χθεσινης μας βραδυας. Το χορταρακι ηταν καταπρασινο και πλεγμενο στα μαλλια μας, οπως και καποιο συναισθημα, καποια λογικη, ισως και τα αστερια που επεφταν...


Στις 9 το βραδυ συναντηθηκαμε στο συντριβανι που πλατσουριζε με λαιμαργο υφος και εγλυφε το μαρμαρο γυρω του. Το βραδακι εδειχνε γλυκο αλλα με υποτονικες πινελιες, σχεδον μαθημα ζωγραφικης ενος αλλου καιρου, περισσοτερο ρομαντικου και αληθινου. Το χαμογελο του με τσιμπαει μια στην καρδια και μια στο μαγουλο αφου λαμπυριζει το ματι του με το που με βλεπει. Φοραει ενα λινο πουκαμισο που του παει πολυ και μου γερνει το κεφαλι. Γνωριζουμε και οι δυο τι θα ειπωθει αποψε και ειμαστε σχεδον τρομαγμενοι, το χαμογελο ομως αντιστεκεται και δειλα-δειλα εμφανιζεται. Χαιρετουρες και φιλια. Θελω να του σφιξω το κορμι του κοντα στο δικο μου και να του δηλωσω οτι μ'αρεσει. Να δηλωσω λεει... Λες και ειναι φορολογικη δηλωση, απαιτει πιστοποιητικα και χαρτια, σφραγιδες απο αρμοδια γραφεια και αναλογες κινησεις εντυπωσιασμου. Οχι! Αυτο ειναι κατι πιο αγνο, κατι πιο αληθινο. Μου φαινεται πως ψιχαλιζει και η πεινα μου δινει τη θεση της στο λεωφορειο στο αγχος και την ανυπομονησια. Ενα λεωφορειο που μας πηγαινει παντου φορτωμενο με συναισθημα. Στην πλατεια τα πιτσιρικια τρεχουν δεξια αριστερα, μια κυρια μαζευει αδεια κουτακια αναψυκτικων και εμεις περπαταμε προς το "Χρυσοψαρο'. Η Δ. για αλλη μια φορα, μας υποδεχεται υπερηφανη και λυγεροκορμη. Με βαζει στην αγκαλια της, λες και γνωριζει την πραγματικοτητα. Ειναι ενας ανθρωπος που πιστευω διαβαζει τις ψυχες μας, εχει ενα χαρισμα ασυγκριτο με ολα τ'αλλα. Τα σερβιτσια εμφανιζονται, το κρασι ρεει χαρουμενο και το ψωμακι καιει. Ειναι φρεσκο και προτεινω να το δοκιμασει. Μικρες μικρες οι μπουκιες του, χαριτωμενες και σεβασμιες, ανακατευονται με τα ομορφα του ματια και το χαμογελο που διπλωνει το πηγουνι του. Ολα αυτα, δεν τα ειχα σκεφτει χθες το βραδυ, τωρα μου'ρχονται χειμαρος. Ηταν το κρασι, ηταν η αναθεματισμενη προσμονη και η επιθυμια? Δεν μπορω να πω με σιγουρια. Παιρνουμε διαφορα φαγητα, η βρωση και η πωση ειναι ενα φαρμακο αποψε και αναλυουμε τα ποικιλα πιατα της Δ. με εξυπνες ατακες και υπονοουμενα. Του αρεσει να μαγειρευει προφανως, εχει ομορφα χερια, μαλακα.

"...Κριμα. δεν θα κανουμε μαρμελαδα μαζι..." του λεω.

Θα εκανε μαρμελαδα με φραουλες. Θελω να του πω πως θελω να τις κανουμε μαζι απο δω και περα. Μου μιλαει με γλυκα ματακια, με χαμογελο διαρκως και ειναι σαν να με θαυμαζει. Τρομαζω απο την υπερβολη της στιγμης και ψαχνω τα τσιγαρα μου. "Η στιγμη", που μας απασχολησε πολυ αυτες τις μερες ειναι και το αμετακλητο του παροντος και μαζι το παρελθον και το μελλον. Το συζηταμε αυτο, παρεα με το ξηρο κρασι της Δ. Δεν του αρεσε πολυ το κρασι, το χρειαζομαστε ομως για να μιλησουμε, κατι σαν βενζινη για το αυτοκινητο. Βαζεις μπρος και μετα ταχυτητα και εφυγες. Ενα ταξιδι, μια βολτα, ενα μακρινο ονειρο που ακομη δεν εχεις ζησει αλλα ειναι λες και ξερεις τα παντα για αυτον τον ανθρωπο. Τον βοηθαω με τα εδεσματα, τρωει λιγο, λες και προσπαθει να μιλησει αλλα δεν μπορει και εκμεταλλευεται καθε στιγμη μαζι μου. Θελω να τον φιλησω. Στο cd ηχει η Αλεξιου, ειναι μεθυστικη η διαθεση και η νυχτα ανηφοριζει για τα καλα. Τα γατια παλι δημιουργουν χαος και ενδιαφερον στους θαμωνες. Κανω το πεμπτο μου τσιγαρο και τα ματια του με παρακαλουν για ενα τσιγαρο. Μιλαει και τον ακουω. Ειμαστε μεγαλα παιδια και ευτυχως (με εψιλον κεφαλαιο) υπαρχει ο σεβασμος. Μου μιλαει για μια σχεση. Για εναν ανδρα που ειναι πολυ τυχερος που τον εχει. Δεν τον ξερω και ομως τον ζηλευω, πως εγινε αυτο τωρα? Ειναι ξεκαθαρος οσο και το βραδυ με τα χαμηλα συννεφα και τα διασπαρτα δειλα αστερια. Παιζει με το χαρτακι απο τα τσιγαρα μου, ειναι αμηχανος και απειρως γλυκος. Ειναι ομορφος και μ'αρεσει. Δεν καταλαβαμε καθολου πως περασαν αυτες οι τρεις μερες. Δυο ποτηρια στο τραπεζι, τι μικρη που ειναι η βραδυα για να χωρεσει ολο αυτο το συναισθημα. Σταγονα σταγονα το κρασι μας γαργαλαει και παρασυρομαστε σε ερωτικα παιχνιδια με λεξεις και εικονες. Δεν θελουμε να παμε στο σπιτι μας και δημιουργουμε δικαιολογιες, Ο Κ. με βλεπει τυχαια και με χαιρεταει. Ζηταω απο τη Δ. να πληρωσουμε γιατι θελω να φυγω, ειναι αργα και πρεπει να κοιμηθει, ειναι αργα και πρεπει να μιλησουμε, να μιλησουν τα ματια μας. Τα χειλη μας θελουν να πουν πολλα περισσοτερα, να κανουν βολτα στο κορμι του αλλου και να υποκυψουν στις σκεψεις που καναμε εδω και 3 μερες. Φαινεται επιπολαιο και παρατολμο, ειναι μολις 3 μερες μονο και μοιαζει να ειναι αστρο που τη νυχτα το σκαει.

Σκυβω και του ψιθυριζω οτι μου αρεσει. Ειμαστε στη "βεραντα". Ξαπλωμενοι στο βρωμικο τσιμεντενιο τερας που με τραβαει εδω και μηνες στην αγκαλια του. Κοιταμε τον ουρανο και περιμενουμε να πεσουν οι πρωτες σταγονες, ο ουρανος εχει ενα χρωμα πορτοκαλι, περαν απο το μουντο μαυρο. Ειναι γεματος ιστοριες και δακρυα, τα ριχνει τωρα που μας κοιταει απο ψηλα. Λες να γνωριζει? Ξαφνικα, ενα αερακι τον αγκαλιαζει και αυτος, σαν περιστερι ανακατευει τα φτερα του. Προτεινει να περπατησουμε, ψαχνουμε ανελλιπως δικαιολογια να φιληθουμε. Σηκωσε με αποψε ψηλα, παρε με μαζι σου ενα μακρυνο ταξιδι, ισως το αυριο να ειναι δικο μας - θελω να χορεψω μαζι σου ενα βραδυ με ματια κλειστα. Οι σκεψεις μου αμετρητες, με βασανιζουν και με θορυβουν, εχω τα λογια του Π. στο μυαλο και με ενοχλει που εχω μαθει να κραταω ζωντανη τη στιγμη. Αυτη η στιγμη ας ειναι αιωνια. Στο τελος της διαδρομης ειναι ενα παγκακι, ενας κυριος το εχει καταλαβει και δεν λεει να φυγει. Πηγαινοερχομαστε λες και δεν μας χωραει η πολη. Αδικα βασανιζομαστε και το ξερουμε, ειμαστε μεγαλα παιδια αλλα μαλλον μας ενοχλει το "πρεπει" και το "comme il faut". Με κοιταει με ματια βουρκωμενα, τα δικα μου βουρκωσαν προλιγου οταν τον ειδα να κραταει τις ασημενιες κορδελες απο τα τσιγαρα μου. Ηταν η στιγμη της αμηχανιας, η στιγμη της αποκαλυψης και τα κραταει λαφυρο. Μου χαιδευει το χερι και με κοιταει βαθια στα ματια. Ξαπλωνουμε στο υγρο χορταρακι και κοιταμε ψηλα. Ο υποπτος κυριος παραδιπλα, παραμενει διπλα μας και υποψιαζομαι πως απολαμβανει αυτο το χορο συναισθηματων και αναστατωσης. Κρυωνει και του χαιδευω τα μαλλια, εχει πολυ μαλακα μαλλια και θελω να τα φιλησω, να τα μυρισω. Μυριζει ωραια και του το λεω, ειναι ενας αδωνης που δεν το εχει ψηλιαστει ακομη. Το λινο πουκαμισο του σφιγγει το λαιμο μου και μου δημιουργει ενα ασφυκτικο κλοιο που δεν ενοχλει καθολου. Μυριζει ωραια και καθως μου χαιδευει το χερι του ψιθυριζω στο αυτι ενα ευχαριστω. Εδω και ωρα οι λεξεις ειναι ετοιμες να ταξιδεψουν, να δραπετευσουν και να κανουν ζημια, ειναι τοση η ωρα που καθομαστε αλλα δεν θελησαμε ακομη να ξεχασουμε αυτο το βραδυ. Το χερι του ταξιδευει, μιλαει με το κορμι μου και αναγνωριζει περιοχες. Του χαιδευω τη μυτη και αγκαλιαζω το κορμι του που εδω και ωρα με προκαλει. Καθως πιεζονται τα κορμια μας μαζι ακομη πιο κοντα, νιωθω την ελξη του, εντονη παρουσια που μαλιστα αναγγελει ευχαριστα μηνυματα. Απλωνει ενα φιλι του πανω στο στομα μου σαν θαλασσα πλατια, υγρο και ατιθασο, αντιστεκομαι αμηχανα γιατι μας βλεπουν. Παρολα αυτα, εχω τη γευση του στο στομα μου - ειναι ενα ονειρο και αισθανομαι ηδη τη ζημια. Το επιδιωκω και εγω το φιλι, μας παρασερνει σ'εναν κυκεωνα αμφιβολιας και ανασφαλειας, ερωτισμου και παθους, το θελαμε και οι δυο τοσο που βγηκε βιαστικο αλλα λυτρωτικο. Οσα φερνει ο χρονος. Μονο η μουσικη μου λειπει, μια τηλεταινια εχει ξεκινησει. Εκεινο το δευτερολεπτο μεταξυ του κτυπου της καρδιας και της απολυτης ελευθεριας απο τα γηινα ειναι πλεον μελωδικο και ηχει στα αυτια μας. Ωρες μετα αυτη η μουσικη ηχει στα αυτια μας, απελευθερωνει ομορφες μυρωδιες και μας παραλυει. Να'τανε το γιασεμι, το κρασι ισως, μαλλον η ομορφια της στιγμης, δεν ξερω. Ειναι ομως ενα γλυκο βραδυ που δεν θελω να τελειωσει.


Στη λεωφορο πρεπει να χωρισουμε, πρεπει να κανουμε πως φευγουμε για τα σπιτια μας και να σεβαστουμε το αυριο. Μου το ελεγε συχνα οτι το αυριο θα ειναι πιο δυσκολο και εγω του δηλωσα πως θα ηθελα να ειναι εκει να με προστατεψει, να ειναι εκει να με δει πως χαμογελαω. Χαμογελο, φεγγαρι, ανθοδεσμη. Κοβει ενα μικρο κλαδακι και μου το προσφερει. Εχει 5-6 μπουμπουκια που μεθυστικα τρυπανε τη στιγμη και χαραζονται στη μνημη. Με αγκαλιαζει, για τελευταια φορα εκεινο το βραδυ, και με διωχνει, πρεπει να φυγουμε. Η υπερβολη της στιγμης με παιδευει, η εννοια της στιγμης με λυτρωνει και παλι με ανεβαζει σ'ενα αλογο που με περναει μεσα απο βασιλικους κηπους οπου ολοι οι ευγενεις κυνηγουν ελαφια και φασιανους. Ειμαι σ'ενα ονειρο, το ζω και μου κανει καλο. Φερνω στο μυαλο τα τραγουδια του που σιγοψιθυριζε στο αυτι μου. Περπαταω προς το σπιτι. Ο κοσμος ακομη και τωρα δημιουργει βαβουρα, τρωει σε γυραδικα, κυριαρχει μια σιωπη μα και μια φασαρια. Λες και ολοι ξερουν το μυστικο. Τα παντα με ρωτουν. Τωρα?

"Αποψε η κιθαρα μου ηταν πολυχρωμη και χαρουμενη. Σ'ευχαριστω"

No comments: