23.5.07

Το ξυπνημα της Χιονατης


Ανοιξα τα ματια μου και αντικρυσα το σκοταδι του δωματιου. Μια μικρη χαραμαδα απο το παραθυρο αφηνε ελευθερη μια μικρη κλωστη φωτος που συστηματικα μεταφεροταν ολοενα και πιο αριστερα. Πρωι Δευτερας και ενιωσα μεσα μου την πικρη απογοητευση της Κυριακης, λιγες ωρες μας χωριζαν απο εκεινο το ομορφο βραδυ με τις εκθαμβωτικες λαμψεις και τα λουλουδια. Μικρα λουλουδια, ομορφα λουλουδια, λουλουδια απο το μπαλκονι που ειδαμε το ηλιοβασιλεμα (ετσι για να μην λες). Κερακια που σιγοκαινε στα ματια του φερνουν πισω τις θυμησες τις βραδυας στο μαξιλαρι μου και αποφασιζω να το αποχωριστω.

Το πρωινο κυλαει ησυχα, παραμενει η αδιαθεσια ομως που κονταροκτυπιεται στο επακρον με τη μοναξια. Τα ματια μου καινε και εκλιπαρουν για λιγο υπνο ακομη. Μια σειρηνα απομακρυνεται και δημιουργει εντυπωσεις καθως ξεπλενω τα δοντια μου και κοιταω στον καθρεφτη για να επιβεβαιωσω οτι ξυπνησα. Το μελαγχολικο μου χαμογελο δενει με τις αναμνησεις και κανουν ερωτα στο πατωμα, οπως στα ονειρα. Ο μαχητης ερχεται απο μακρια να σωσει τη στιγμη αλλα σε μια σουρεαλ αναπαυλα κυλιεμαι και εγω στο ονειρο. Ο δρομος εξω ακουγεται θορυβωδης, ολοι τρεχουν αλλα τα δευτερολεπτα στο ρολοι δειχνουν να εχουν κολλησει. Ξαφνου τα μηνυματα αρχιζουν να κουδουνιζουν, το τηλεφωνο κτυπαει και οι ευχες γεμιζουν το δωματιο, η μανα μου εχει πολλα να μου πει - το δωματιο μου λεει με περιμενει, ποτε θα παω? Μιλαμε ασταματητα - και οι δυο, ειμαστε περιπου ιδιοι, ειναι καιρος τωρα που πιστευω οτι καταλαβε αλλα δεν μου εχει μιλησει. Συζηταμε για το ταξιδι μου, για τη δουλεια, θελω τοσο να της πω πως γνωρισα καποιον. Θα τον συμπαθουσε πολυ - μαγειρευει, φτιαχνει γλυκα, μαρμελαδες. Ειναι νοικοκυρεμενος και διαθετει μεγαλη καρδια. Να, μολις βλεπω την καρτουλα που μου χαρισε με τα λουλουδια, θα το εκτιμουσε και η μαμα. Σε μια προσπαθεια να παρει ανασα, εισβαλω στη συζητηση και προσθετω μια δοση αισιοδοξιας στον τονο της φωνης μου. Ρωταω για τον πατερα μου, τα ανηψια μου. Μιλαμε για την κα Ε. που εφτιαξε τουρτα για τον κο Γ. που ειχε τα 87 του γενεθλια. Κλεινοντας μου λεει ποσο με αγαπαει, ποσο περηφανη ειναι για μενα. Το αισθανομαι αλλα το αποβαλλω, δεν εχει κανενα λογο να ειναι περηφανη - ειναι μαλλον η απογοητευση που μιλαει αλλα θα ηθελα να ειμαι ειλικρηνης μαζι της, να της ανοιξω την καρδια μου και να της πω τα παντα. Στο επομενο δυωρο τα τηλεφωνα με κρατανε σε εγγρηγορση - ειναι ομορφο που με θυμηθηκαν τοσοι και τοσοι. Σκεφτομαι πως εκεινος με ξεχασε και γυρναω το βλεμμα προς τα λουλουδια - και αυτα του μπαλκονιου και αυτα τα αγορασμενα. Ειναι ελπιδες ζωης αυτα τα λουλουδια. Το κινητο κτυπαει. Το μηνυμα του φτανει στην αγκαλια μου και με μια ανασα με δροσιζει. Με ανακουφιζει οτι δεν με ξεχασε και οτι με θυμαται. Μου μιλαει μαλακα, εχει ενα υφος που τα παντα ηρεμει, τα παντα σαγηνευει. Φευγω απο το σπιτι, με πηρε τηλεφωνο η Μ. Θελει να βρεθουμε για καφε και υποχωρω, ειναι η μονη που θελω να δω. Εκεινος ειναι σπιτι και με δελεαζει να βγω το βραδυ. Ειναι σαν δωρο σ'ενα μικρο παιδι - "...αν φας ολο σου το φαγητο, θα σου παρω παγωτο...". Μου υποσχεται να περασει να με δει το βραδυ, να περασει λιγες στιγμες μαζι μου και να με φιλησει με ευχες. Εγω δυσκολευομαι, το χρυσοψαρο εχει πνιγει και η Δ. μας περιμενει. Δεν λεω καθολου ψεματα, αισθανομαι οτι το χρυσοψαρο εφυγε μακρυα. Πλεει σε πελαγη μακρυνα και αναρωτιεται πως εχασε παλι το μονοπατι του αφου ηταν στο σωστο δρομο. Δισταζει αλλα χαμογελαει στην ιδεα να τον δει. Το χρυσοψαρο και η καρδια μου σπαρταρουν.

Για αλλη μια φορα, λιγο πιο περα απο την λογικη, βολταρω στα στενοσοκακα του αυθορμητισμου. Παιρνω το δρομακι που με εβγαλε τις προαλλες στο συντριβανι, εκει που τον αντικρυσα και χαθηκα στα ματια του. Αυτα τα ματια εχουν κανει τη μεγαλυτερη ζημια, ειναι ορθανοικτα, εκτος απο οταν γκρινιαζει (λιγο) και με κοιτανε εντονα. Οπως ακριβως θελω. Φτανω πρωτος στης Δ. και αρχιζουμε να στηνουμε τραπεζια και να τα στολιζουμε με ομορφα σουπλα και χρωματιστες πινελιες. Ειναι σαν να μην θελω να ειμαι εκει αλλα η προσμονη και η επιθυμια με εχουν στησει για τα καλα. Ποναει το στομαχι, δεν το πηρα χαμπαρι αλλα δεν εβαλα μπουκια απο το πρωι. Μυρισα ενα ομορφο ροδο μονο, γευτηκα τη μυρωδια του. Στην ταβερνα παρακατω μια μεγαλη παρεα γιορταζει καποιον και πινει λαιμαργα το κρασι της ζωης, καπου ακουγεται και ενα μικρο αγορι με μπαγλαμα να ουρλιαζει για ενα ταληρο. Τα παιδια εχουν ερθει να με τιμησουν και πρεπει να ειμαι προσεκτικος, μου εφεραν δωρα. Ο Θ. με παρατηρει σιωπηλος, ειναι η αιτια που χαμογελαω και που ζω αυτο το κατι. Καπνιζει διπλα μου το εικοστο του τσιγαρο και σιγοβραζει μεσα του απο ανυπομονησια για το μετεπειτα ραντεβου. Η ωρα κυλαει ομορφα, τον σκεφτομαι, τα καραφακια αδειαζουν ευκολα και τον σκεφτομαι μακρυα μου. Η σαλατα και το κοτοπουλο μου προκαλουν δυσφορια, μαλλον δεν θελω να φαω αλλο. Η Δ. μας φερνει γλυκο και τα παιδια εχουν ξετρελαθει, ο Θ ζηταει λιγο ακομη, σπανιως τον βλεπω να δοκιμαζει αχορταγα το γλυκο μετα το δειπνο. Ο Γ. μου κανει νοημα οτι καταλαβαινει και προφανως περναει και αυτος κατι. Τα ματια του υγρα οπως παντα, εξιστορουν την απογοητευση αλλα και τη χαρα. Τον βλεπω να ερχεται απο μακρυα και η καρδια μου πεταγεται. Ειναι μια ομορφη εικονα που προσεγγιζει την αυρα μου και την ζωντανευει - τα κρυα και χλωμα χρωματα γινονται ξαφνικα δροσερα, χαρουμενα και γεματα. Παιρνω φωτια και τον βαζω να καθισει διπλα μου, με φιλαει αλλη μια φορα και μου προσφερει αλλο ενα δωρο - λες να μην ηταν αρκετα ολα αυτα? Τα ματια του λαμπυριζουν και μου χαμογελανε στοργικα. Ακουμπαει το χερι του κοντα στο δικο μου, στο ποδι μου απανω συναντιονται και τα δυο αφου εχει προηγηθει ο ποθος και η αγωνια. Αραγε εκανε καθολου σκεψεις για μενα σημερα? Μου χαιδευει το μικρο μου δακτυλακι και εγω αισθανομαι τη φωτια μεσα μου να καιει και να φουντωνει. Ποσο θελω να εχω αυτον τον ανθρωπο στο κρεβατι μου αποψε? Ποσο θελω να τον κοιταω να κοιμαται και να μην ανησυχω για τον υπνο, για το αυριο? Το δωρο του ενα παραμυθι, η καρτα μια ευχη για μια ζωη παραμυθενια που ισως να μην μπορεσουμε να εχουμε ποτε. Ο μικρος στρατιωτης μεσα μου, ακομη λαβωμενος απο τα χθεσινα κτυπηματα αισθανεται και παλι το σκιρτημα. Μου προτεινει να με πεταξει μεχρι το σπιτι, προφαση, δικαιολογια ή απλα ομορφια? Εγω στην αρχη αντιστεκομαι, παλευω με τον γιγαντα αλλα βλεπω οτι δεν οφελει, θελω πολυ να τον εχω διπλα μου λιγο ακομη. Περπαταμε μεχρι το αυτοκινητο και αισθανομαι σαν ζευγαρι, σαν δυο ατομα που ειναι μαζι και εχουν πολλα κοινα. Αισθανομαι την ενταση, βλεπω τους τιτλους του τελους αλλα και την αρχη της ταινιας μαζι. Αποψε τελειωνει μια εποχη και ξεκιναει μια καινουργια, με χρωματα διαφορετικα, μυριζει αλλιως και προδιαθετει για την ανοιξη και το φθινοπωρο μαζι.

Τα κλειδια στην πορτα γυρνανε με μανια και αφηνουν τους perfect strangers in the night να μπουν στο σκοταδι του μικρου διαμερισματος. Του δειχνω το σπιτι και μιλαμε αβιαστα. Ετσι ειναι παντα, ειναι ολα τοσο αβιαστα, τοσο ψυχραιμα, ολα εκτος απο την επιθυμια μας. Τον ξεναγω στο υπνοδωματιο οπου και παιζει το πρωτο παιχνιδι. Με σπρωχνει στο κρεβατι και μου πιεζει ενα φιλι στα χειλη. Το θελω το φιλι του και αναστεναζω στο τρυφερο αλλα και δυνατο τεμπο της γλωσσας του. Ανακατευω τα μαλλια του και χαιδευω το κορμι του που σφιζει απο ποθο, τα ματια μας ταξιδευουν στο κορμι και στη ψυχη. Κυλιομαστε στο κρεβατι σαν κρεμα σ'ενα μπολ που την ανακατευει μια χοντρη μαγειρισσα με περισσια δυναμη. Ειμαστε τα συστατικα σε μια αναλαφρη συνταγη, μια πετυχημενη δημιουργια, η επαναληψη μιας επιτυχημενης ταινιας που καθηλωνει τους θεατες της. Νυσταζει ομως και αγχωνομαι οτι θα φυγει. Θελω να μεινει παντα εδω, να τον βλεπω να κοιμαται, να τον προσεχω. Μου δηλωνει την επιθυμια του να μεινει, τα ματακια τα λαμπερα ειναι μισοκλειστα και αναφερονται στην κουραση της ημερας. Μου'ρχεται στο μυαλο το φιλι της Παρασκευης, το αγγιγμα της Κυριακης, η αγκαλια της Δευτερας. Ιδρωνω και το προσεχει. Με πειραζει, με χαιδευει, δημιουργει ατελειωτες αναμνησεις και στολιζει τη ζωη μου με δαντελωτα ονειρα. Θα μεινει το βραδυ μαζι μου, το χερι του ταξιδευει στο κορμι μου και φανταζομαι την αναπνοη του στο λαιμο μου καθε πρωι. Τα ρουχα εχουν γινει ενα στον καναπε και τα χερια μας μαζευουν τα ασυμαζευτα. Αγκαλια στην αγκαλια με προειδοποιει οτι ροχαλιζει, αχ το πιο γλυκο μουσικο οργανο οπου η καθε βελουδενια νοτα του κανει τη διαφορα στην καθημερινοτητα. Ξαπλωνουμε μαζι στο κρεβατι μου, φιλιομαστε παθιασμενα αλλα και ησυχα, αρπαζουμε ο ενας τον αλλο και ανακαλυπτουμε σημεια και τερατα. Αγγιζω το σφριγηλο του κορμι και χαιδευω με παθος τα οπισθια του που με απογειωνουν σ'ενα μακρυνο ταξιδι μεχρι την ανατολη. Στο στηθος του η καρδια του κτυπαει δυναμικα και δμιουργικα και απελευθερωνει για αλλη μια φορα τις πεταλουδες μεσα μου. Καπου καπου κλεινει τα ματια του και εγω μενω να τον χαζευω, να αναπνεω την αναπνοη του, να μυριζω τα μαλλια του τριχα-τριχα. Επιτελους ο ουρανος μου φεγγοβολαει απο τον λαμπερο του ηλιο. Μπαινει απλετο το φως του απο το μικρο μου παραθυρακι κατευθειαν στην καρδια. Αγκαλιαζομαστε και κλεινουμε τα ματια - κοιμαται στην αγκαλια μου. Εγω κοιμαμαι και ξυπναω. Τον χαιδευω για να νιωσει ασφαλεια, να αισθανθει ομορφα. Κοιμαται στην αγκαλια μου.


"Καλημερα γλυκο μου..."

No comments: